πανώγραψ (η)
  • Η γραμμένη πάνω σε δέμα ή γράμμα διεύθυνση

    • -Τίλια α ντου στείλ'ς του δέμα μπε ζο; Έβαλις πανώγραψ';
πάξα (η)
  1. Ψωμί καρβέλι κομμένο ολοστρόγγυλα και ανοιγμένο στα δύο, όπως το ρόδι το σκασμένο, και ψημένο στο φούρνο σαν παξιμάδι

  2. Οτιδήποτε σκληρό που μοιάζει με πάξα (π.χ. ξερή λάσπη στο χωράφι).

παπ'τσέλια (τα)
  • Μικρά παπούτσια

παπ'τσής (ι)
  • Τσαγκάρης, υποδηματοποιός

παπ'τσώνου
  • Βάζω σε κάποιον παπούτσια ή του αγοράζω παπούτσια.

    • -Άμα π'λησ' (πουλήσει) τα μπαχτσιαβανκά τ' α παπ'τσώσ' τα μουρά τ'!
πάπαλα (άκλ.)
  • Λέγεται για κάτι που τελείωσε, που δεν έχει άλλο (π.χ. φαγητό)

    • -Πάπαλα!, εν έχ' άλλου φαΐ!
παπαλίνα (η)
  • Η μικρή σαρδέλα μόνο των κόλπων Καλλονής και Γέρας Λέσβου

παπαλούτσις (οι)
  • ποπ-κόρν

παπάρα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. < σλαβ. papara ¸papariam = ζεματίζω

  • Μικρό κομμάτι ψωμιού που το βουτάς σε ζουμί (σαλάτας, κρέατος κ.τ.λ.)

παπαριαίνου
  • Μαλακώνω

παπόρ' (του)
  • Πλοίο, βαπόρι

πάππις (ι)
  • Ο παππούς

    • -Ι πάππις μ' = ο παππούς μου
παππούδα (η)
  • Ξερό κουκί μαγειρεμένο με τη φλούδα του

παππουδιαίνου
  • Ζαρώνω απ' το πολύ βρέξιμο κυρίως στα άκρα των δακτύλων, όταν πλένω ή κολυμπώ, όπως οι ξηροί καρποί όταν μένουν πολύ ώρα μέσα στο νερό. Γίνομαι σαν «παππούδα» δηλ. σαν κουκί φουσκωμένο στο νερό.

παππουδιασμένους (ι)
  • Ζαρωμένος σαν παππούδα (βλ. λ.)

παρ'γουριά (η)
  • Η παρηγοριά

πάρα (η)
  • Το κάτω μέρος του κουπιού, αυτό δηλ. που μπαίνει στη θάλασσα και κινεί τη βάρκα

παραβαρώ
  • Δίνω βάρος, γίνομαι φόρτωμα, κουράζω

    • -Έ μ' αρέσ' να παραβαρώ του κόσμου.
Επίσης:
παραβγάζου
  • Κατευοδώνω, ξεπροβοδώ κάποιον.

    • -Ήρθας να μι παραβγάλουν

    • -Φκή α μας παραβγάλ' ούλ' = Λέγεται π.χ. για μια υπέργηρη γριά, με την έννοια ότι θα πεθάνουμε πριν η ίδια πεθάνει.
παράβγαλμα
  • Το κατευόδιο

παραβουστσίζου
  • Συνοδεύω ένα ή πολλά ζώα για να βοσκήσουν

παραγαδγιάρ'κου (του)
  • Το αλιευτικό που ρίχνει παραγάδια

παραγέμουσμα (του)
  • Μείγμα από ρύζι, εντόσθια, μπαχαρικά κ.τ.λ. το οποίο τσιγαρίζεται λίγο και στη συνέχεια χρησιμοποιείται ως «γέμισμα» στο κοίλο μέρος κρέατος

    • -Αρνί παραγιμουστό!
παραγνουρίζου
  • Κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου

παραδέλια (τα)
  • υποκορ.της λ. «παράδις»

    • -Του μουρέλι μ' α παντριφτεί, παραδέλια ε κρατεί…….)
παράδις (οι)

Ετυμολογία: τουρκ. para

  • Χρήματα

παραδουγκίδα (η)
  • Δόντι που βγαίνει δίπλα στο κανονικό και προεξέχει.

παρακαλιτός (ι)
  • Ο περιζήτητος

    • -Παρακαλιτός γαμπρός είνι έιτουτους!
παρακούγου
  • Ακούω λάθος

    • -Έ κατάλαβι καλά, μπε. Παράκ'σι!
παραμάτ'σμα (του) Βλέπε:
παραματίζου

Ετυμολογία: παρά + αρχ. αμματίζω (= δένω, συνάπτω, κάνω να πιαστούν δύο πράγματα το ένα με το άλλο)

  • Περνώ το στημόνι στα μ'τάρια του αργαλειού

Επίσης:
παραξού
  1. Αναίρεση υπόσχεσης

    • -Παραξού μ'τούπις! (μου έταξες κάτι και το αναίρεσες)
  2. Αν και

    • -Παραξού είπι πως α - ν - έρθ' τσι μας γέλασι = μας κορόιδεψε, μας είπε ψέματα.
παραπέττου (του)
  • Είναι η τελευταία τάβλα στο πέτσωμα της βάρκας (βρίσκεται δηλ. πάνω από το «κουρζέτου»)

παραριξημιά (η)
  • Παρακατιανή

    • -Έν ήντου καμιά παραριξημιά. Τσ' όμουρφ' ήντου τσι ν'κουτσυαρά!
παραριξημιός (ι)
  • Παρακατιανός

παραρίχνου
  • Ρίχνω στην άκρη, αγνοώ, παραπετώ

παρασί
  • Σαν να λέμε

    • - Τρώγαμι σόγια, κρέας παρασί
παράσπ'του (του)
  • Παράσπιτο = το μικρό (συνήθ.πρόχειρο) οίκημα δίπλα στο κυρίως κτίσμα που χρησιμοποιείται ως βοηθητικός χώρος.

παραστόλ' (του)
  • Ο ασκόπως και άνευ διακρίσεως ιστάμενος

παραστουλιάζου

Ετυμολογία: αρχ. παραστέλλω (= βάζω κάτι στο πλάι, εκτός μάχης, ακρωτηριάζω)

  • Παρακολουθώ κρυφά κάποιον με πρόθεση το κουτσομπολιό και το σχολιασμό τυχόν ελαττωμάτων του

παρατζέρνου
  • Παραγγέλλω

παρατζλιά (η)
  • Η παραγγελία

    • -Μι τ'ς παρατζλιές η δ'λειά σ' ε θα γίν' πουτές.
παραύλακου (του)
  • βοηθητικό αυλάκι, όταν υπερχειλίζει ο ανάβουλας.

πάραυλους (ι)
  • Εξάρτημα του αλετριού (πάνω από το υνί, ανάμεσα στη «σπάθουλα» και το «πουδάρ'»). Η αποστολή του είναι να ανοίγει το αυλάκι (να πετάει το χώμα στις άκρες).

παραφασάδα (η)
  • Ελάττωμα στην ύφανση

παραχούκ' (του)
  • Το τζάκι (η «γουνιά» στα ερεσιώτικα)

παρθινόκοκα (τα)
  • Τα προικιά του γαμπρού (η οικοσκευή του που μεταφερόταν στο σπίτι της νύφης)

παρλιακό (του)
  • Φλύαρο, χαζό

παρλώ

Ετυμολογία: ιταλ. parlare < parla

  1. Φλυαρώ

    • -Παρλείς τσι παρλείς τσ' ε καταλαβαίνου κίπουτα!
  2. Έχω την επιστασία κάποιου

    • -Τέτοιου κιλιπούρ που παρλείς τι χαΐρ α δεις;
παρόνουμα (του)
  • Το παρωνύμιο