Η γραμμένη πάνω σε δέμα ή γράμμα διεύθυνση
Ψωμί καρβέλι κομμένο ολοστρόγγυλα και ανοιγμένο στα δύο, όπως το ρόδι το σκασμένο, και ψημένο στο φούρνο σαν παξιμάδι
Οτιδήποτε σκληρό που μοιάζει με πάξα (π.χ. ξερή λάσπη στο χωράφι).
Βάζω σε κάποιον παπούτσια ή του αγοράζω παπούτσια.
Λέγεται για κάτι που τελείωσε, που δεν έχει άλλο (π.χ. φαγητό)
Ετυμολογία: τουρκ. < σλαβ. papara ¸papariam = ζεματίζω
shareΜικρό κομμάτι ψωμιού που το βουτάς σε ζουμί (σαλάτας, κρέατος κ.τ.λ.)
Ζαρώνω απ' το πολύ βρέξιμο κυρίως στα άκρα των δακτύλων, όταν πλένω ή κολυμπώ, όπως οι ξηροί καρποί όταν μένουν πολύ ώρα μέσα στο νερό. Γίνομαι σαν «παππούδα» δηλ. σαν κουκί φουσκωμένο στο νερό.
Κατευοδώνω, ξεπροβοδώ κάποιον.
Μείγμα από ρύζι, εντόσθια, μπαχαρικά κ.τ.λ. το οποίο τσιγαρίζεται λίγο και στη συνέχεια χρησιμοποιείται ως «γέμισμα» στο κοίλο μέρος κρέατος
Ετυμολογία: παρά + αρχ. αμματίζω (= δένω, συνάπτω, κάνω να πιαστούν δύο πράγματα το ένα με το άλλο)
shareΠερνώ το στημόνι στα μ'τάρια του αργαλειού
Αναίρεση υπόσχεσης
Αν και
Είναι η τελευταία τάβλα στο πέτσωμα της βάρκας (βρίσκεται δηλ. πάνω από το «κουρζέτου»)
Παράσπιτο = το μικρό (συνήθ.πρόχειρο) οίκημα δίπλα στο κυρίως κτίσμα που χρησιμοποιείται ως βοηθητικός χώρος.
Ετυμολογία: αρχ. παραστέλλω (= βάζω κάτι στο πλάι, εκτός μάχης, ακρωτηριάζω)
shareΠαρακολουθώ κρυφά κάποιον με πρόθεση το κουτσομπολιό και το σχολιασμό τυχόν ελαττωμάτων του
Εξάρτημα του αλετριού (πάνω από το υνί, ανάμεσα στη «σπάθουλα» και το «πουδάρ'»). Η αποστολή του είναι να ανοίγει το αυλάκι (να πετάει το χώμα στις άκρες).
Ετυμολογία: ιταλ. parlare < parla
shareΦλυαρώ
Έχω την επιστασία κάποιου