Βρέθηκε το λήμμα
παπάρα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. < σλαβ. papara ¸papariam = ζεματίζω

  • Μικρό κομμάτι ψωμιού που το βουτάς σε ζουμί (σαλάτας, κρέατος κ.τ.λ.)