Πατημένη
μτφ. τίποτα, μηδέν εις το πηλίκον
Το πάτημα κάτω του αντιπάλου κατά την πάλη
Ο πολύς κόσμος (όταν ο ένας «τσαλαπατά» τον άλλον).
Αιχμηρός σιδερένιος ή και ξύλινος μικροπάσσαλος που τον έχωναν στη γη και τον συνέδεαν με σχοινί για να κρατάει δεμένα τα ζώα
Παλεύω, συμμετέχω σε αγώνα πάλης
Σκυλί που περιφέρεται εδώ κι εκεί αδέσποτο, κακό σκυλί, βρομόσκυλο
μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο
Ετυμολογία: λατιν.
shareΠαλούκι = Φυτευτήρι (εργαλείο για το φύτεμα)
μτφ. μεγάλη αξεπέραστη οικονομική ή άλλη δυσκολία
Το μεγάλο πανί που τύλιγαν τα μωρά.
Η βρεγμένη λινάτσα, με την οποία (δεμένη στο «σκάλιθρου») καθάριζαν το δάπεδο του φούρνου για να βάλουν τα ψωμιά.
Εκείνος που έχει πάρει μέρος στο πανηγύρι και αυτός που προέρχεται από το πανηγύρι
Ετυμολογία: πανί + άδα (κατάλ.)
shareΥποκίτρινη κηλίδα του δέρματος (φακίδα) και κυρίως του προσώπου
Αφού πυρώσει ο φούρνος, του καθαρίζω το δάπεδο απ' τις στάχτες και τα καρβουνάκια με μια βρεγμένη πάνα, δεμένη στην άκρη κονταριού (σκάλιθρου) και στη συνέχεια τοποθετώ τα ψωμιά για ψήσιμο
Το καθάρισμα του φούρνου (με ένα μακρύ ξύλο στην άκρη του οποίου ήταν δεμένο ένα πανί) από τα αποκαΐδια και τις στάχτες για να μπουν στο φούρνο τα ψωμιά για ψήσιμο.
Ανώτερος, με υπεροπτική σημασία. Επικρατέστερος με απαίτησή του.
Όσοι έμεναν στούς συνοικισμούς του πάνω χωριού (ενορίες Αγ. Ειρήνης και Αγ. Κων/νου)