παϊκή (η)
  • Ακαλαίσθητο, πρόχειρο ράψιμο

    • -Βάλι βρη κάνα δυό παϊκές στου π'κάμ'σου τ' μουρού!
πακ'κώνου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πατώ, συσκευάζω με πίεση για να εξοικονομήσω χώρο βουλιάζω μέσ' τη λάσπη

    • -Πακ'κώνου τα σύκα στου τινικέ
Επίσης:
πακ'μασιά (η)
  • Η πατημασιά

πακ'μέν' (η)
  1. Πατημένη

  2. μτφ. τίποτα, μηδέν εις το πηλίκον

    • -Συ ντα πήρις μπε Γιώργ';

    • -Να μια πακ'μέν'! (δηλ δεν πήρα τίποτα)
πακ'μός (ι)
  1. Το πάτημα κάτω του αντιπάλου κατά την πάλη

  2. Ο πολύς κόσμος (όταν ο ένας «τσαλαπατά» τον άλλον).

πακαθούρα (η) Βλέπε:
πακίτρια (η)
  • Ξύλινο πέλμα για την ύφανση (η κρεβαταριά έχει 2 ή και 4 ανάλογα με την ύφανση)

παλ'βάν' (του)
  • Αιχμηρός σιδερένιος ή και ξύλινος μικροπάσσαλος που τον έχωναν στη γη και τον συνέδεαν με σχοινί για να κρατάει δεμένα τα ζώα

    • -Είνι ζημιουτάρκου ζο, Γιακήμ, τσι να του δέν'ς μι σιδιρένιου παλ'βάν'!
παλ'βανώνου
  • Δένω ζώο στο «παλ'βάν'» (βλ. λ.)

παλ'κάρ' (του)
  • Το παλικάρι

παλ'καρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «παλ'κάρ'»

παλαβιάρ'ς (ι)
  • Παλαβός

παλαβώνουμι
  • Τρελαίνομαι από χαρά ή λύπη

παλαίνου
  • Παλεύω, συμμετέχω σε αγώνα πάλης

    • -Στου πανηγύρ' τ' Άι Γιουργιού, στα Τατάρια, παλαίναν κάθι χρόνου πουλλοί χουριανοί μας.
παλαμαριά (η)
  • Γεωργικό εξάρτημα (ξύλινο γάντι που έβαζαν οι θεριστές)

παλι-
  • Πρώτο συνθετικό κακέμφατων ονομάτων

    • -Παλιόσλου, παλιόκουρμου κ.τ.λ.
παλιόκουρμου (του)
  • Παλιάνθρωπος, παλιόπαιδο

παλιόσλου (του)
  1. Σκυλί που περιφέρεται εδώ κι εκεί αδέσποτο, κακό σκυλί, βρομόσκυλο

  2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο

παλιου-
  • Πρώτο συνθετικό κακέμφατων ονομάτων

    • -Παλιουτόμαρου, παλιουμπαστάρκου, παλιουγ'ναίκα
παλιουμπαστάρκου (του)
  • Νόθο κακό παιδί

παλιουξυραφίδα (η)
  • Παλιός σουγιάς

παλιουσιντκέλ' (του)
  • Παλιό μικρό σεντούκι

παλιστριό (του)
  • Η πάλη

παλκαρέλια (τα)
  • Κομμάτια ψωμιού, σε μέγεθος αντίδωρου, τηγανισμένα σε λάδι και βράσμα.

παλουκώνουμι
  • Στρογγυλοκάθομαι χωρίς διάθεση να φύγω

    • -Ντα παλουκώστσις έιδου;
παλούτς' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  1. Παλούκι = Φυτευτήρι (εργαλείο για το φύτεμα)

  2. μτφ. μεγάλη αξεπέραστη οικονομική ή άλλη δυσκολία

παλτιλόν' (του)
  • Το πανταλόνι

παμπακάκ' (του)
  • Κλωστή κεντήματος

παμπόρ' (του)
  • Το καράβι

πάνα (η)
  1. Το μεγάλο πανί που τύλιγαν τα μωρά.

  2. Η βρεγμένη λινάτσα, με την οποία (δεμένη στο «σκάλιθρου») καθάριζαν το δάπεδο του φούρνου για να βάλουν τα ψωμιά.

Παναγιούδα (η)
  • Χαϊδευτικό της λ. «Παναγία»

    • -Ω Παναγιούδα μ', ριζιλίτσια πράματα!
παναγύρ' (του)
  • Το πανηγύρι

παναγυριώκ'ς (η)
  • Εκείνος που έχει πάρει μέρος στο πανηγύρι και αυτός που προέρχεται από το πανηγύρι

    • -Α φάμι παναγυριώκ'κου χαλβά!
πανάδα (η)

Ετυμολογία: πανί + άδα (κατάλ.)

  • Υποκίτρινη κηλίδα του δέρματος (φακίδα) και κυρίως του προσώπου

παναθύρ' (του)

Ετυμολογία: μσν. παραθύριον

  • Παράθυρο

πανιάζου
  • Γίνομαι σαν το άσπρο πανί, χάνω το χρώμα μου, λιποθυμώ.

πανιγώτιρους Βλέπε:
πανίζου
  • Αφού πυρώσει ο φούρνος, του καθαρίζω το δάπεδο απ' τις στάχτες και τα καρβουνάκια με μια βρεγμένη πάνα, δεμένη στην άκρη κονταριού (σκάλιθρου) και στη συνέχεια τοποθετώ τα ψωμιά για ψήσιμο

πανιρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «πανέρι»

πάνισμα (του)
  • Το καθάρισμα του φούρνου (με ένα μακρύ ξύλο στην άκρη του οποίου ήταν δεμένο ένα πανί) από τα αποκαΐδια και τις στάχτες για να μπουν στο φούρνο τα ψωμιά για ψήσιμο.

πανουγώτιρους (ι)
  • Ανώτερος, με υπεροπτική σημασία. Επικρατέστερος με απαίτησή του.

    • -Θέλ' να βγει πανουγώτιρους

    • -παροιμ. φράση: Έμ φτιξιάρ'ς έμ πανουγώτιρους = Παρά το ότι φταις, βγαίνεις και από πάνω
Επίσης:
πανουκάσ' (του)
  • Το πάνω μέρος της κάσας μιας πόρτας

πανουπρούτσ' (του)
  • Απανωπροίκι. Η επιπλέον προίκα από ό,τι είχε συμφωνηθεί.

πανουχουρίτις (οι)
  • Όσοι έμεναν στούς συνοικισμούς του πάνω χωριού (ενορίες Αγ. Ειρήνης και Αγ. Κων/νου)

πανόψ' (η)
  • Πιο ψηλά από άλλα σημεία του εδάφους - χωραφιού

πάντα-πα
  • Για κάποιον που έφυγε οριστικά

    • -Είνι ι πάππις έιδου;

    • -Πάντα πα!
παντέχου
  • Περιμένω

    • -Άμα καταπιαστώ μι μια δ'λειά ε παντέχου κ' ώρα να έχ' καλό τέλους.
παντιλουνέλ' (του)
  • Μικρό πανταλόνι

παντόρφανους (ι)
  • Αυτός που έχει χάσει και τους δύο γονείς του. Αντίθετο «ανόρφανους» (βλ. λ.)

παντράτσ' (του)
  • Καμπυλωτό μαχαίρι για το κόψιμο των νυχιών του ζώου.