Βρέθηκε το λήμμα
παραβγάζου
  • Κατευοδώνω, ξεπροβοδώ κάποιον.

    • -Ήρθας να μι παραβγάλουν

    • -Φκή α μας παραβγάλ' ούλ' = Λέγεται π.χ. για μια υπέργηρη γριά, με την έννοια ότι θα πεθάνουμε πριν η ίδια πεθάνει.