Ετυμολογία: τουρκ. parça = κομμάτι + φλούδα
shareΚομμάτι φλούδας δένδρου ή επιδερμίδας
Ετυμολογία: τουρκ. parça
shareΜικρό κομμάτι
Χρήσιμο στην έκφραση:
Ετυμολογία: επί + σημάδι
share(για ανθρώπους) ο ελαφρά παχουλός και ωραίος
Μπόλικος (για πράγματα)
Ετυμολογία: τουρκ. paşmak
shareΕίδος γυναικείου παπουτσιού, κυρίως παντόφλας
Είδος γλυκίσματος (μούστος από σύκα. Γίνεται βράσμα μετά από πολύ βράσιμο. Προσθέτουμε μετά αλεύρι. Γίνεται ζύμη και τη ψήνουμε σε ταψί στο φούρνο)
Ψηλαφώ, ψαχουλεύω, χαϊδολογώ (λέγεται και με πονηρή σημασία)
Θα πει πατ, χρήσιμο στην έκφραση:
Πετάλι του αργαλειού που ανεβοκατεβάζει τα «μ'τάρια» για να τυπωθεί το σχέδιο στο ύφασμα
Ετυμολογία: τουρκ. patlançık
shareΠαιδικό παιχνίδι. Κλαδί από ζαμπούκο του οποίου κούφαιναν το εσωτερικό και με ένα άλλο ξύλο, στερεό, του ίδιου πάχους με την τρύπα, βάζανε μέσα στουπί βρεγμένο και το πετούσανε πάνω στο άλλο παιδί
Περιποιούμαι, έχω στην επίβλεψή μου κάποιον, τον προσέχω (αλλά έχοντας κουραστεί γι'αυτό που κάνω)
Παιδεύω, προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι
Αρρωσταίνω (λέγεται επί αιγοπροβάτων, όταν φουσκώνουν και πληγιάζουν τα νύχια τους από τις πολλές βροχές, τα πολλά νερά)
Ετυμολογία: ιταλ. spazzatura < βενετ. spazzuara ή τουρκ. pacavra = κουρέλι
shareΚομμάτι υφάσματος (κουρέλι) για σκούπισμα - καθάρισμα
μτφ. γυναίκα ανήθικη
Σύνολο από ετερόκλητα πράγματα, μείγμα, ανακάτεμα
Πρόβατο με 2 σημάδια σχήματος παλάμης στα μάγουλα, με άσπρο διαχωριστικό στη μύτη