παρσ'έγουμι
  • Καμαρώνω, περιφανεύομαι

παρσιά (η)
  • Γυναικεία αυταρέσκεια, αδέξια επίδειξη.

παρστσιβγή (η)
  • Αυτή που καμαρώνεται μόνη της

παρτσαφλός (ι)
  • Ο χαζός, ο βλάκας

παρτσαφλούδα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. parça = κομμάτι + φλούδα

  • Κομμάτι φλούδας δένδρου ή επιδερμίδας

παρτσιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. parça

  • Κομμάτι, τεμάχιο

    • -Μια παρτσιά ψουμί = ένα κομμάτι ψωμί
παρτσιάδ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. parça

  • Μικρό κομμάτι

    • -Έχου τσι γω ένα παρτσιάδ' χουράφ' μέσ' του κάμπου τσι βάζου καμιά ντουματούδα!
παρτσιαδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ.«παρτσιάδ'»

παρτσιαλαντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. parçalamak

  • Τεμαχίζω, κόβω σε μικρά κομμάτια

παρτσιαλίκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. parçalık

  • Κομματάκια

πας τσι πόστα
  • Χρήσιμο στην έκφραση:

    • -Τα φέρνου πας τσι πόστα = τα ξοδεύω όλα, τα φέρνω ίσια ίσια
πάσαρα (η)
  • Είδος πλεούμενου με «καθρέφτη» (= ίσια σανίδα) στην πρύμνη

πασβούρ (του)
  • Μικρό και αεικίνητο (για παιδί)

πασήμαδους (ι)

Ετυμολογία: επί + σημάδι

  1. (για ανθρώπους) ο ελαφρά παχουλός και ωραίος

  2. Μπόλικος (για πράγματα)

    • -Ι μπακλαβάς ήντου πασήμαδους
πασκάλια (τα)
  • (στον πληθ) = τα λογικά

    • Φρ: Χάσι τα πασκάλια τ'ς = χάρηκε πολύ
πασλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. pisli

  • Ο βρόμικος, ο ακάθαρτος

πασουμάκ' και πασούμ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. paşmak

  • Είδος γυναικείου παπουτσιού, κυρίως παντόφλας

πασπαλάς (ι)
  • Είδος γλυκίσματος (μούστος από σύκα. Γίνεται βράσμα μετά από πολύ βράσιμο. Προσθέτουμε μετά αλεύρι. Γίνεται ζύμη και τη ψήνουμε σε ταψί στο φούρνο)

πασπατεύγου
  • Ψηλαφώ, ψαχουλεύω, χαϊδολογώ (λέγεται και με πονηρή σημασία)

    • -Ντα του πασπατεύγ'ς μια ώρα; Έ βλέπ'ς τι πράμα είνι;
πασπάτιμα (του)
  • Το ψάξιμο, το ψηλάφισμα

    • -Άσι πλιά του πασπάτιμα τσ' έλα έιδου!
πασπατιφτά (επίρρ)
  • Ψηλαφιστά

    • -Εν είχι φως στου ντάμ τσ' έψαχνα να του βρω πασπατιφτά!
παστοτσίδικα (τα)
  • Μαγαζιά που πάστωναν τις περίφημες σαρδέλες Καλλονής

παστριτσιά (η)
  1. Καθαρή

  2. μτφ. η γυναίκα ελευθερίων ηθών

πατ (φρ.) Θα μπει πατ =
  • Θα πει πατ, χρήσιμο στην έκφραση:

    • -Πρόσιξι καλά, μη κάν'ς φασαρία γιακί θα μπει πατ (θα τις φας δηλαδή)
πατακός (ι)
  • Αργός (στη δουλειά και γενικά στις δραστηριότητές του)

πατατσίζου
  • Αργώ στο να κάνω κάτι.

    • -Κάνι γλήγουρα, μη πατατσίζ'ς
πατείς μι πατώ σι
  • Φράση που χρησιμοποιείται σε συνωστισμό πολλών ανθρώπων

πατή (η)
  • Μεγάλο ντουλάπι αποθήκευσης φαγητού

πατήτριγια (η)
  • Πετάλι του αργαλειού που ανεβοκατεβάζει τα «μ'τάρια» για να τυπωθεί το σχέδιο στο ύφασμα

πατιλίδις (οι)
  • Θαλασσινά μικρά όστρακα που η σάρκα τους τρώγεται. Πεταλίδες.

πατιρντί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. patirti

  • Μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση

πατλάκας (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. patlak = σκασμένος

  • Ο χαζός

πατλαντζίκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. patlançık

  • Παιδικό παιχνίδι. Κλαδί από ζαμπούκο του οποίου κούφαιναν το εσωτερικό και με ένα άλλο ξύλο, στερεό, του ίδιου πάχους με την τρύπα, βάζανε μέσα στουπί βρεγμένο και το πετούσανε πάνω στο άλλο παιδί

πατλάριμ

Ετυμολογία: τουρκ. patlarım = σκάω

  • βλ. λ. «τσιατλάριμ»

πατλατσίζου
  • Φέρομαι σαν βλάκας

πατλουμανώ
  1. Περιποιούμαι, έχω στην επίβλεψή μου κάποιον, τον προσέχω (αλλά έχοντας κουραστεί γι'αυτό που κάνω)

    • -Βαρέθ'κα πια να σας πατλουμανώ. Άι να βρεις μια κουπιλούδα να κάν'ς τσι σύ σπικ'κό. Ουρούμασις πλιά.
  2. Παιδεύω, προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι

    • -Δέκα ώρις μας πατλουμανεί για να πει του ναι.
πατνάτς (του)
  • Παιδικό παιχνίδι με καλάμι.

πατνατσιάζου
  • Αρρωσταίνω (λέγεται επί αιγοπροβάτων, όταν φουσκώνουν και πληγιάζουν τα νύχια τους από τις πολλές βροχές, τα πολλά νερά)

πατούνα (η)
  • Το πίσω μέρος της πατούσας

πάτους (ι)
  1. Πατητήρι σταφυλιών

  2. Πάτος παπουτσιού κ.τ.λ.

πατουσιά (η)
  • Σειρά πραγμάτων σε μια συσκευασία

    • -Δώμ' ένα σύκου απ' κη κάτου πατουσιά
πάτσι
  • Μήπως

    • -Πάτσι θαρρείς πως έ του ξέρου!
πατσιαβούρα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. spazzatura < βενετ. spazzuara ή τουρκ. pacavra = κουρέλι

  1. Κομμάτι υφάσματος (κουρέλι) για σκούπισμα - καθάρισμα

  2. μτφ. γυναίκα ανήθικη

πατσιάλ' (του)
  • Σύνολο από ετερόκλητα πράγματα, μείγμα, ανακάτεμα

    • -Κάνι τ' ένα πατσιάλ'

    • -Βάζου σι μια γκούπα αυγά, κυρί, γιαούρτ, τα κάνου ένα πατσιάλ' τσι τα ρίχνου μές' του κ'γάν'
πατσιαλιάζου
  • Ανακατεύω ετερόκλητα πράγματα

πατσιάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Φαγητό από κοιλιά και πόδια ζώου

πατσνάτου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο με 2 σημάδια σχήματος παλάμης στα μάγουλα, με άσπρο διαχωριστικό στη μύτη

πατσνουγυρίζου
  • Χαστουκίζω κάποιον και από τα δύο μάγουλα

πατσούχα (η)
  • Πέλμα, πατούσα

πατσχάρα ή πατσχαριά (η)
  • Η μεγάλη πατούσα

    • -Είχι κακ' πατσχαριές!