Βρέθηκε το λήμμα
παπ'τσώνου
  • Βάζω σε κάποιον παπούτσια ή του αγοράζω παπούτσια.

    • -Άμα π'λησ' (πουλήσει) τα μπαχτσιαβανκά τ' α παπ'τσώσ' τα μουρά τ'!