Βρέθηκε το λήμμα
παραματίζου

Ετυμολογία: παρά + αρχ. αμματίζω (= δένω, συνάπτω, κάνω να πιαστούν δύο πράγματα το ένα με το άλλο)

  • Περνώ το στημόνι στα μ'τάρια του αργαλειού

Σχετικές λέξεις
παραμάτ'σμα (του)