Βρέθηκε το λήμμα
πάπαλα (άκλ.)
  • Λέγεται για κάτι που τελείωσε, που δεν έχει άλλο (π.χ. φαγητό)

    • -Πάπαλα!, εν έχ' άλλου φαΐ!