Βρέθηκε το λήμμα
παρλώ

Ετυμολογία: ιταλ. parlare < parla

  1. Φλυαρώ

    • -Παρλείς τσι παρλείς τσ' ε καταλαβαίνου κίπουτα!
  2. Έχω την επιστασία κάποιου

    • -Τέτοιου κιλιπούρ που παρλείς τι χαΐρ α δεις;