Βρέθηκε το λήμμα
παραστουλιάζου

Ετυμολογία: αρχ. παραστέλλω (= βάζω κάτι στο πλάι, εκτός μάχης, ακρωτηριάζω)

  • Παρακολουθώ κρυφά κάποιον με πρόθεση το κουτσομπολιό και το σχολιασμό τυχόν ελαττωμάτων του