Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. παραστέλλω (= βάζω κάτι στο πλάι, εκτός μάχης, ακρωτηριάζω)
Παρακολουθώ κρυφά κάποιον με πρόθεση το κουτσομπολιό και το σχολιασμό τυχόν ελαττωμάτων του