Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: παρά + αρχ. αμματίζω (= δένω, συνάπτω, κάνω να πιαστούν δύο πράγματα το ένα με το άλλο)
Περνώ το στημόνι στα μ'τάρια του αργαλειού