Βρέθηκε το λήμμα
μουσλούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. musluk

  • Βρυσάκι με μικρή κάνουλα (μικρό μεταλλικό δοχείο με βρυσάκι, που το κρεμούσαν σε εξωτερικό τοίχο για να πλένουν τα χέρια, το πρόσωπο κ.τ.λ.)

Σχετικές λέξεις
γεντέκ'