Βρέθηκε το λήμμα
μπαγντατί

Ετυμολογία: τουρκ. bağdadı

  • Τοίχος των εσωτερικών χωρισμάτων του σπιτιού καμωμένος από ξύλα τοποθετημένα σταυρωτά και με επένδυση με ξύλινες πήχεις 2-3 πόντους φάρδος (ή από καλάμια) επιχρισμένα με ασβεστοκονίαμα (βλ. λ «φριγγί»)

Σχετικές λέξεις
μπαγδατί