Βρέθηκε το λήμμα
μουχλιάζ' (ρ.)
  • Δηλώνει ότι σουρουπώνει ή ότι εμφανίζεται ομίχλη

    • -Άιντι τιλιώνιτι τσι μουχλιάζ'