Βρέθηκε το λήμμα
μούτσνου (του)

Ετυμολογία: βενετ. muzona = μάσκα αποκριάς

  • Πρόσωπο, φάτσα, μούτρα

    • -Μι τι μούτσνα α πας να τουν δεις;