Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bayildim, αόρ. του bayılmak
Κατακουράζομαι, βαλαντώνω, αγανακτώ