Βρέθηκε το λήμμα
μπαγιλντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. bayildim, αόρ. του bayılmak

  • Κατακουράζομαι, βαλαντώνω, αγανακτώ

    • -Μπαγίλντ'σα πλια μι τούκ' κη κάψ'!