Βρέθηκε το λήμμα
μουσχουμυρ'στός (ι)
  • Αυτός που μοσχομυρίζει δηλ. αναδίδει ή σκορπίζει ευχάριστη μυρωδιά, που αποπνέει άρωμα

    • -Μουσχουμυρ'στό λάδ'