Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Αυτός που μοσχομυρίζει δηλ. αναδίδει ή σκορπίζει ευχάριστη μυρωδιά, που αποπνέει άρωμα