Βρέθηκε το λήμμα
μουτσνάρα (η)
  • Μεγάλο πρόσωπο.

    • -Γω τα πήκα ούλα, γω! Είδις μουτσνάρις; Ντα λέγ'ς δασκάλ'σσα, α τα πάρου τα κατουμμύργια;