Ετυμολογία: τουρκ. müzdelık
shareΕυχάριστες ειδήσεις που συνοδευόταν με φιλοδώρημα
Ετυμολογία: ίσως από το λατιν. muso (= ρύγχος, μουσούδι ζώων)
shareΗ αλεπού
μτφ. αυτός που ανακατεύεται παντού
Φόρος επί της παραγωγής και επί των σφαγίων που επιβαλλόταν από τους Τούρκους και τον συνέχισαν και οι Έλληνες.
Ετυμολογία: μολύβι + ήθρα (κατάλ.)
shareΜολυβήθρα, εξάρτημα της λάμπας πετρελαίου, μέσα απ' το οποίο περνούσαν το φιτίλι
Ετυμολογία: ιταλ.
shareΓεμίζω ένα λάκκο με πέτρες και χώματα, γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες
Είδος παιχνιδιού (βασιζόμενο σε άρτιους και περιττούς αριθμούς)
Ετυμολογία: μόνος + έντερο
shareΑχόρταγος (δεν χορταίνει όσο και να φάει)
μτφ. αδύνατος, ισχνός
Του μοναστηριού
Ο δύσκολος στην παρέα, ο μοναχικός (ακόμα και τα χνότα των άλλων τον ενοχλούν)
Μουντός, σκοτεινιασμένος
Ετυμολογία: τουρκ. Müdür = Διευθυντής
shareΟ διορισμένος επικεφαλής του Ναχιγέ (διευρυμένου Δήμου), κοινώς Τοπάρχης
Καντρόνι, είδος επεξεργασμένου ξύλου, που χρησιμοποιείται για υποστήριξη άλλων ξύλων
υποκορ.της λ. «μουρό»
Ετυμολογία: τουρκ. murdar
shareΟ βρόμικος, ο βρομιάρης, ο ασελγής, ο έκλυτος
Το μουρουνέλαιο (ιχθυέλαιο, πλούσιο σε βιταμίνες A και D, οι οποίες καταπολεμούν το ραχιτισμό και συντελούν στη γενική ανάπτυξη του οργανισμού)