μουδίρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. Müdür

  • Μουδίρης = Δήμαρχος

μούδρα (η)
  • Σαπίλα, μούχλα

    • -Μούδρα γίντσι του σανίδ! Άλλαμα θέλ'.

    • -Μουδριάσι του ψουμί!
μουζιβίρς (ι)
  • Δόλιος, απατεώνας

μουζντές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Είδηση, πληροφορία

μουζντής ή μουζντιρής (ι)
  • Αυτός που φέρνει την είδηση

μουζντιλίκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. müzdelık

  • Ευχάριστες ειδήσεις που συνοδευόταν με φιλοδώρημα

    • -Έτριξι τσι τ' πήγι τα μουζντιλίκια!
μουζντουλούσ' (του)
  1. Έντομο που φαίρνει τα σ'χαρίτσια (βλ. λ.)

  2. μτφ. Ο χαμπαρολόγος

μουζού (η)

Ετυμολογία: ίσως από το λατιν. muso (= ρύγχος, μουσούδι ζώων)

  1. Η αλεπού

  2. μτφ. αυτός που ανακατεύεται παντού

    • -Σ' ούλα μέσα είνι η μουζού!
μουκατάς (ι)
  • Φόρος επί της παραγωγής και επί των σφαγίων που επιβαλλόταν από τους Τούρκους και τον συνέχισαν και οι Έλληνες.

μουλ'βήθρα (η)

Ετυμολογία: μολύβι + ήθρα (κατάλ.)

  • Μολυβήθρα, εξάρτημα της λάμπας πετρελαίου, μέσα απ' το οποίο περνούσαν το φιτίλι

μούλα (η)
  • Μουλάρα (θηλυκό μουλάρι)

μουλινές (ι)

Ετυμολογία: γαλλ.

  • Είδος κλωστής για κέντημα

μουλώνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Γεμίζω ένα λάκκο με πέτρες και χώματα, γεμίζω τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες

    • -Όσ' έχιτι π'γάδια να τα μουλώσιτι (διαταγή της αστυνομίας που βγήκε στο χωριό το 1949 με αφορμή το θάνατο ενός Ερέσιου που έπεσε σε πηγάδι και σκοτώθηκε)
μουνά-ζυγά
  • Είδος παιχνιδιού (βασιζόμενο σε άρτιους και περιττούς αριθμούς)

    • -Τα μπικιαρέλια την έβγαζαν με ‘πάστρα' στο καφενείο του Μιλιήμ και του Πανανάκ', με τα ‘πλακάκια', με το ‘κότσι', με ‘κορώνα-γράμματα' ή ακόμα και ‘μονά-ζυγά'
μουνάντιρους (ι)

Ετυμολογία: μόνος + έντερο

  1. Αχόρταγος (δεν χορταίνει όσο και να φάει)

  2. μτφ. αδύνατος, ισχνός

μουναρσκάτους (ι)
  • Του μοναστηριού

    • -Α γιουρουντίσουμι άμα χαράξ' για να προυλάβουμι να πάμι να δούμι του μουναρσκάτου χουράφ'
μουνιάζου
  • Συμφιλιώνομαι

μουνός (ι)
  • Μονός

    • -Τα μουρά μας ε κουμανταρζόντι πλιά, τσ' α βάλουν τσι σκλαρίτσ' μουνό
μουνουκανταριά (επίρρ.)
  • Με ένα μέτρημα, ένα ζύγισμα

μουνουκουπανιά
  • Με μιας, απότομα

μουνουμιάς
  • Με τη μία

μουνουχρουνίς
  • Για ένα χρόνο μόνο. Κάτι που φυτρώνει και ωριμάζει τον ίδιο χρόνο

μουνόχειρου (του)
  • μια χεριά, χούφτα

μουνόχνουτους (ι)
  • Ο δύσκολος στην παρέα, ο μοναχικός (ακόμα και τα χνότα των άλλων τον ενοχλούν)

μουντβίν'ς (ι)
  1. Έξυπνος άνθρωπος, πονηρός

    • -Μουτβίν'κου μουρό
  2. Ερωτιάρης.

μουντέρνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  1. Ορμώ ξαφνικά, χιμώ

  2. Μοντέρνο (π.χ. ρούχο)

μουντουμένους (ι)
  • Μουντός, σκοτεινιασμένος

    • - Απ' του χουριό που έφ'γα ήντου μουντουμένους ι τσιρός
μουντούρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. Müdür = Διευθυντής

  • Ο διορισμένος επικεφαλής του Ναχιγέ (διευρυμένου Δήμου), κοινώς Τοπάρχης

μούρ' (η)

Ετυμολογία: γενουατ.

  • Μούρη = πρόσωπο

μουρ'κάτα (τα)

Ετυμολογία: μωρό > μουρό > μουράκι (υποκορ) + άτος (κατάλ.)

  • Τα παιδικά (ρούχα, παπούτσια, φερσίματα κ.τ.λ.)

    • -Κάν' τα μουρ'κάτα τ' = μιλά και φέρεται σαν παιδί

    • -Τα ρούχα είνι μουρ'κάτα!
Επίσης:
μουραλιάνα (η)
  • Καντρόνι, είδος επεξεργασμένου ξύλου, που χρησιμοποιείται για υποστήριξη άλλων ξύλων

μούργα (η)

Ετυμολογία: αρχ. αμόργη

  • Κατακάθι του λαδιού

μουρέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «μουρό»

    • - Τσ' είχαμι χαρές τσι γέλια

    • χάζ' π' τα κάνου τα μουρέλια !
μουρελαρία (η)
  • Τσούρμο από παιδιά

μουρίσια λόγια
  • Λόγια παιδικά, επιπόλαια

μουρκάτου (του) Βλέπε:
μουρκιάρ'ς (ι) Βλέπε:
μουρντάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. murdar

  • Ο βρόμικος, ο βρομιάρης, ο ασελγής, ο έκλυτος

Επίσης:
μουρνταρεύγου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Βρομίζω, ασελγώ

μουρό (του)
  • μωρό, βρέφος, παιδί

    • -Πόσα μουρά έχ'ς;
μουρουθήτσ' (του)
  • Το παιδομάνι

μουρουμάνα (η)
  • Μητέρα με μωρό παιδί

μουρουνόλαδου (του)
  • Το μουρουνέλαιο (ιχθυέλαιο, πλούσιο σε βιταμίνες A και D, οι οποίες καταπολεμούν το ραχιτισμό και συντελούν στη γενική ανάπτυξη του οργανισμού)

μουρουπάλαβους (ι)
  • Ανόητος σαν μωρό

μουρόχαυλους (ι)
  • Αφελής, εύπιστος

μουρφίνου
  • Ομορφαίνω, εξωραΐζω, στολίζω

μουρφουκουπέλα (η)
  • Όμορφη κοπέλα

μουρφουνιά (η)
  • Ειρωνικά η όμορφη

μουσιαβαρές (ι)
  • Σαματάς, φασαρία

    • -Άκ'σα μουσιαβαρέ μεσ' κη νύχτα, τσ' εν ήξιρα ντα ήντου
μουσκίδ'

Ετυμολογία: μσν. μουσκεύω = υγραίνομαι

  • Μούσκεμα

    • -Γίν'κα μουσκίδ'