Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. βλ. λ. καπλαγκίζου
Κάλυψη επιφανειών, ντύσιμο αντικειμένων