Ετυμολογία: τουρκ. kapladı, αόρ. του ρ. kaplamak = καλύπτω, περιβάλλω, επενδύω
καλύπτω μια επιφάνεια με καπλαμά
ντύνω το πάπλωμα με ραμμένο σεντόνι -Καπλάγκσι του πάπλουμα τ'ς μι του πιο όμουρφου σιντόνι τ'ς
ντύνω με προστατευτικό χαρτί τα εξώφυλλα βιβλίου ή τετραδίου
αποκτώ μεγάλο χώρο -Καπλάγκσι ούλου του τόπου!