Βρέθηκε το λήμμα
καπλαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kapladı, αόρ. του ρ. kaplamak = καλύπτω, περιβάλλω, επενδύω

  1. καλύπτω μια επιφάνεια με καπλαμά

  2. ντύνω το πάπλωμα με ραμμένο σεντόνι -Καπλάγκσι του πάπλουμα τ'ς μι του πιο όμουρφου σιντόνι τ'ς

  3. ντύνω με προστατευτικό χαρτί τα εξώφυλλα βιβλίου ή τετραδίου

  4. αποκτώ μεγάλο χώρο -Καπλάγκσι ούλου του τόπου!