Βρέθηκε το λήμμα
καπυριάδα (η)

Ετυμολογία: αρχ. καπυρός = ξηρός, αποξηραμένος

  • Ψημένη και από τις δύο πλευρές φέτα ψωμιού που τη βουτούσαν σε φρέσκο λάδι και στη συνέχεια την πασπάλιζαν με ζάχαρη. (συνήθως γινόταν στα ελαιοτριβεία στο χρόνο αναμονής έκθλιψης του ελαιοκάρπου.)

    • -Ε θ'μάσι μπε κ' καπυριάδα που τρώγαμι στ' Κλέρχ' Ντιμίρ' κ' μηχανή;