Βρέθηκε το λήμμα
καπαντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Σκεπάζω

  2. Στερώ τον αέρα

    • -Καπάντσι κ' φουκιά = Σκέπασέ την για να σβήσει, στέρησέ της τον αέρα.