Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Ψυχοπλακώνομαι, στενοχωριέμαι, ανάβω, ζεσταίνομαι πολύ, δυσκολεύομαι να αναπνεύσω