Βρέθηκε το λήμμα
καπαντίζουμι

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ψυχοπλακώνομαι, στενοχωριέμαι, ανάβω, ζεσταίνομαι πολύ, δυσκολεύομαι να αναπνεύσω