Βρέθηκε το λήμμα
καπλουδέκ'ς (ι)
  1. Εξάρτημα του σαμαριού, δερμάτινο, στα καπούλια (στα νώτα) των μεγάλων τετραπόδων.

  2. Μικρές θαλασσιές χάντρες.

    • -Έμ να σαμάρια είνι, καπίστρια είνι, μ'σές είνι, καπλουδέτις είνι