Βρέθηκε το λήμμα
καρα

Ετυμολογία: τουρκ. kara = πρόθεμα: μαύρο-

  • πρώτο συνθετικό που επιτείνει τη σημασία του δεύτερου συνθετικού

    • -Είνι μια καραπουτάνα φκη!