Βρέθηκε το λήμμα
καραντί (του)
  1. Σωστός άνθρωπος, αξιόχρεος

  2. Ανθρώπινη σιλουέτα, φιγούρα, σκιά που τη διακρίνουμε αμυδρά από μακριά

    • -Άξ'παντα είδα ένα καραντί πίσου απ' του ντουβάρ