Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Σωστός άνθρωπος, αξιόχρεος
Ανθρώπινη σιλουέτα, φιγούρα, σκιά που τη διακρίνουμε αμυδρά από μακριά