Είδος χόρτου. Φύεται σε υγρά μέρη, κυρίως σε ρεματιές, και θεωρείται ότι έχει ιαματικές ιδιότητες.
Ξεπετάγομαι, πηγαίνω κάπου πολύ γρήγορα, πετιέμαι (π.χ. ως τον μπακάλι κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: σφεντόνα
shareΠετάω μακριά κάτι, εκσφενδονίζω
Καταφέρνω χτύπημα, χειροδικώ (βλ. και λ. «ζέφτου») (ίσως) αραβ. zapt = αστυνομώ, αρπάζω βίαια, χτυπώ].
Ντρέπομαι, φοβάμαι, δεν ξεθαρρεύω
Χτυπώ το χταπόδι στα βράχια της θάλασσας για να σπάσουν οι ίνες του και να μαλακώσει. Όταν γίνει «ζγουρό» είναι έτοιμο.
Ξύλο (από ένα στις δύο άκρες του ζυγού) για να συγκρατεί τα βόδια, ώστε να βαδίζουν μαζί κατά την άροση. Μπαίνει πάνω στον σβέρκο του βοδιού.
Καταφέρνω χτύπημα (βλ. και λ. «ζγάφτου»)
Ετυμολογία: τουρκ. zevzek = αυτός που είναι αποκρουστικός λόγω της φλυαρίας του
shareΠονηρός, ανόητος, ελαφρόμυαλος, φλύαρος
Ετυμολογία: τουρκ. zevzek = αυτός που είναι αποκρουστικός λόγω της φλυαρίας του
shareΠονηριά
Ετυμολογία: τουρκ. zengı
shareΗ θηλιά (το δέσιμο της ζεύλας του ζυγού των βοδιών).
Εξάρτημα που συγκρατεί τις σούστες κάρων και αυτ/των
Σιδερένιος σύνδεσμος 2 κομματιών ξύλου, σιδήρου ή άλλων υλικών
μτφ. με χαμηλό ηθικό
Ετυμολογία: τουρκ. zembıl = ψάθινος σάκος
shareΕίδος ανοιχτού σάκου, από πλεχτή ψάθα, χοντρό ύφασμα, δέρμα ή δίχτυ με δύο λαβές στα πλάγια, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ερεγαλείων οικοδομής ή για τρόφιμα
Χαλινάρια, βλ. και λ. «ζιψιά»