ζαρταλούδ' (του)

Ετυμολογία: περσ.

  • Άγριο βερύκοκο

ζαρταλουδιά (η)
  • Άγρια βερυκοκιά

ζαρτλάν
  • Άτομο με πολλή ενεργητικότητα, ορμή

ζατί
  • Έτσι κι' αλλιώς, γιατί

    • -Θα σ'κουθώ να παγαίνου, ζατί τσι που κάθουμι ε κάνου κίπουτα!
ζάφτου

Ετυμολογία: τουρκ. zaptetmek = κατάσχω, συλλαμβάνω, κρατώ, συγκρατώ

  • Χτυπώ κάποιον ξαφνικά και δυνατά με το χέρι μου

    • -Τ' ζάφτου μια πα στου τσιφάλι τ' τσι πόμνι ξιρός
Επίσης:
ζβγκάρ (του)
  • Σφουγγάρι

ζβγκαρίζου
  • Σφουγγαρίζω

ζβέρκους (ι)

Ετυμολογία: αλβ.

  • Τράχηλος

ζβιρκώνου
  • Αρπάζω κάποιον απ' το σβέρκο

ζβιρνιές (οι)
  • Είδος χόρτου. Φύεται σε υγρά μέρη, κυρίως σε ρεματιές, και θεωρείται ότι έχει ιαματικές ιδιότητες.

ζβουντουνιέμι και σβιντουνιέμι
  • Ξεπετάγομαι, πηγαίνω κάπου πολύ γρήγορα, πετιέμαι (π.χ. ως τον μπακάλι κ.τ.λ.)

ζβουντουνώ

Ετυμολογία: σφεντόνα

  • Πετάω μακριά κάτι, εκσφενδονίζω

    • -Του σβουντώνξι στα τσιραμίδια
ζβώ
  • Σβήνω

ζγανουμιά (η)
  • Νηνεμία, ησυχία, χωρίς αέρα

ζγάρα (η)
  • Ο πρόλοβος των πτηνών (γαστρικός θύλακας στον οποίο αποθηκεύεται προσωρινά η τροφή, πριν περάσει στο στομάχι)

Επίσης:
ζγάφτου
  • Καταφέρνω χτύπημα, χειροδικώ (βλ. και λ. «ζέφτου») (ίσως) αραβ. zapt = αστυνομώ, αρπάζω βίαια, χτυπώ].

    • -Τ' ζγάφτου μια πά στου τσιφάλι τ' τσι πόμνι ξιρός
ζγη (η)
  • Ένα ζευγάρι

    • -Μια ζγη παπούτσια
ζγκιουρ'έμι
  • Ντρέπομαι, φοβάμαι, δεν ξεθαρρεύω

    • -Πήγινι μουρό μ' να χιρικίσ' του νουνό σ'.

    • -Ζγκιουρ'έμι βρη μάνα να πάου!
ζγούρ' (του) Βλέπε:
ζγουρίζου
  • Χτυπώ το χταπόδι στα βράχια της θάλασσας για να σπάσουν οι ίνες του και να μαλακώσει. Όταν γίνει «ζγουρό» είναι έτοιμο.

ζδιρέτς (του) Βλέπε:
ζδιριό (του) Βλέπε:
ζδιρουσίν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. το β' συνθετικό

  • Ρηχό ταψί του μπακλαβά

ζέβλα (η)
  • Ξύλο (από ένα στις δύο άκρες του ζυγού) για να συγκρατεί τα βόδια, ώστε να βαδίζουν μαζί κατά την άροση. Μπαίνει πάνω στον σβέρκο του βοδιού.

ζέπους (ι)
  • Γυναίκα ζωηρή, άτακτη

ζεύγου
  • Ζεύω

ζέφτου
  • Καταφέρνω χτύπημα (βλ. και λ. «ζγάφτου»)

    • -Τ' ζέφτου μια πα στου τσιφάλι τ' τσι πόμνι ξιρός
ζημιάρκου (του)
  • Που προκαλεί ζημιές

    • -Ζημιάρκου ζό (ζώο)
ζιαφέτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zıyafet = διασκέδαση, ευχαρίστηση

  • Γλέντι

ζιβγάρ' (του)
  • Ζεύγος αλλά και αλέτρι

ζιβγαρίζου
  • Οργώνω

ζιβγάς (ι)
  • Γεωργός

ζιβζέκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. zevzek = αυτός που είναι αποκρουστικός λόγω της φλυαρίας του

  • Πονηρός, ανόητος, ελαφρόμυαλος, φλύαρος

ζιβζικιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. zevzek = αυτός που είναι αποκρουστικός λόγω της φλυαρίας του

  • Πονηριά

ζίγκα (επίρρ.)
  • Τίγκα (εντελώς γεμάτο)

ζιγκής (ι)
  • Τσιγκούνης

ζιγκί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zengı

  1. Η θηλιά (το δέσιμο της ζεύλας του ζυγού των βοδιών).

  2. Εξάρτημα που συγκρατεί τις σούστες κάρων και αυτ/των

  3. Σιδερένιος σύνδεσμος 2 κομματιών ξύλου, σιδήρου ή άλλων υλικών

ζιματ'σμένους (ι)
  • μτφ. με χαμηλό ηθικό

    • - Σα ζιματ'σμένους κάτι (κάθεται), καμιά σκατουδ'λειά (αταξία) θα-ν-έκανι πάλι.
ζιματίζουμι
  • Καίομαι

ζιμπίλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zembıl = ψάθινος σάκος

  • Είδος ανοιχτού σάκου, από πλεχτή ψάθα, χοντρό ύφασμα, δέρμα ή δίχτυ με δύο λαβές στα πλάγια, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ερεγαλείων οικοδομής ή για τρόφιμα

ζιπιές (οι)
  • Χαλινάρια, βλ. και λ. «ζιψιά»

    • -Έκατσι πάνω στο ντουγέν' τσι πήρι του τζέντρ' τσι τσ' ζιπιές στα χέρια τ'. Τζιέκσι του ένα βόδ', τ' δίνει μια κλουτσιά, τουν πέταξι μεσ' τ' αλών'»
ζιρβός (ι)
  • Ο αριστερός

ζιρβουχέρ'ς (ι)
  • Ο αριστερόχειρας

ζιρντέ
  • Άρνηση με ταυτόχρονη κίνηση και επίδειξη του αγκώνα

ζιρντές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Γλύκισμα με βρασμένο ρύζι και ζάχαρη

ζιψιά (η)
  • Ηνία, χαλινάρια.

ζλίγου
  • Πιέζω με δύναμη, στίβω

ζλίγουμι
  • Συμπιέζομαι, πιέζομαι

ζλιέμι
  • Συμπιέζομαι, πιέζομαι

ζλίξ'μου (του)
  • Ζούλημα, πίεση