ζ'γούρ (του)
Ετυμολογία:
μσν. ζυγούριν, υποκορ.του αρχ. ζυγός (= διπλός)
-
Το κριάρι
-
-Είχα τσι του κούτ'λ'ου του ζ'γούρ' τσ' άργισι να νταβραγκίσ'. Μόλις τ' δώκα γκαμπόσα πόσ'κα, για ώρας πήρι φόρα.
-
-Πρωτόλατα ζ'γούρια = κριάρια που λάσαν (βλ. λ. «λάζου») για πρώτη χρονιά. Διόλατα, τριόλατα κ.τ.λ.= ανάλογα με το πόσα χρόνια λάζουν τα πρόβατα.