Βρέθηκε το λήμμα
ζέφτου
  • Καταφέρνω χτύπημα (βλ. και λ. «ζγάφτου»)

    • -Τ' ζέφτου μια πα στου τσιφάλι τ' τσι πόμνι ξιρός