Βρέθηκε το λήμμα
ζιμπίλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zembıl = ψάθινος σάκος

  • Είδος ανοιχτού σάκου, από πλεχτή ψάθα, χοντρό ύφασμα, δέρμα ή δίχτυ με δύο λαβές στα πλάγια, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ερεγαλείων οικοδομής ή για τρόφιμα