Βρέθηκε το λήμμα
ζιγκί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zengı

  1. Η θηλιά (το δέσιμο της ζεύλας του ζυγού των βοδιών).

  2. Εξάρτημα που συγκρατεί τις σούστες κάρων και αυτ/των

  3. Σιδερένιος σύνδεσμος 2 κομματιών ξύλου, σιδήρου ή άλλων υλικών