Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. zengı
Η θηλιά (το δέσιμο της ζεύλας του ζυγού των βοδιών).
Εξάρτημα που συγκρατεί τις σούστες κάρων και αυτ/των
Σιδερένιος σύνδεσμος 2 κομματιών ξύλου, σιδήρου ή άλλων υλικών