Βρέθηκε το λήμμα
ζιματ'σμένους (ι)
  • μτφ. με χαμηλό ηθικό

    • - Σα ζιματ'σμένους κάτι (κάθεται), καμιά σκατουδ'λειά (αταξία) θα-ν-έκανι πάλι.