Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. zaptetmek = κατάσχω, συλλαμβάνω, κρατώ, συγκρατώ
Χτυπώ κάποιον ξαφνικά και δυνατά με το χέρι μου