Βρέθηκε το λήμμα
ζιπιές (οι)
  • Χαλινάρια, βλ. και λ. «ζιψιά»

    • -Έκατσι πάνω στο ντουγέν' τσι πήρι του τζέντρ' τσι τσ' ζιπιές στα χέρια τ'. Τζιέκσι του ένα βόδ', τ' δίνει μια κλουτσιά, τουν πέταξι μεσ' τ' αλών'»