Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ξύλο (από ένα στις δύο άκρες του ζυγού) για να συγκρατεί τα βόδια, ώστε να βαδίζουν μαζί κατά την άροση. Μπαίνει πάνω στον σβέρκο του βοδιού.