Βρέθηκε το λήμμα
ζγάφτου
  • Καταφέρνω χτύπημα, χειροδικώ (βλ. και λ. «ζέφτου») (ίσως) αραβ. zapt = αστυνομώ, αρπάζω βίαια, χτυπώ].

    • -Τ' ζγάφτου μια πά στου τσιφάλι τ' τσι πόμνι ξιρός