ζλιόγατα (η)
  • Ζηλιάρα

    • -Φκή είνι μια ζλιόγατα! Ντα, θέλ' του καλό καμιανού;
ζμαρίδα (η)
  • Μαρίδα (μικρά ψάρια)

ζμίγου
  1. Μαλώνω κάποιον ή με κάποιον

  2. Συναντώ κάποιον

    • -Ντα έχ' τσι κλαί τούτους; -Να τουν έζμιξι ι μπαμπάς τ'!

    • -Πώς τσ' έτς; - Να στου δρόμου ζμίξαμι!
ζμιρχιά
  • Θάμνος που φύεται στις όχθες ποταμών

ζμουρουμένους (ι)
  • Εκείνος που κάθεται χωρίς να μιλάει, με χαμηλό βλέμμα, ο φοβισμένος.

    • -Κάντου σι μια γουνιά ζμουρουμένους τσ' εν έβγαζι μ'λιά!
ζμουρώνου
  • Κάθομαι χωρίς να μιλάω, με χαμηλό βλέμμα, μαζεύομαι

    • -Ζμούρουξι σκ' γουνιά τ'= μαζεύτηκε στη γωνιά του
ζμπιθιριά (τα)
  • Συμπεθεριά

ζμπιρίλουγα (τα)
  • Μικροαντικείμενα του σπιτιού, μικροπράγματα, εργαλεία

    • -Μές του τρουβά τ' είδα πούχι τα ζμπιρίλουγα τ' τσ' έφ'γι για κη δ'λειά.
ζνίχ (του)
  • Ο σβέρκος, ο αυχένας

    • -Πάτα τουν πάνου στου ζνίχ
ζνιχώνου
  • Πιάνω από το σβέρκο

ζντρουφιά (η)
  • Συντροφιά

ζο (του), ζά (τα)
  • Το ζώο, τα ζώα

ζορ ζουρνά

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Με το στανιό, με το ζόρι, με κάθε τίμημα

ζορ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ζόρι=βία, καταναγκασμός

    • -Ζορ' η δ'λειά, μπιλάς τα γράμματα

    • -Η χήρα τ' πουτές εν έβαζι του κουρμί τ'ς στου ζορ'!
ζούβα του
  • Σβήστο

ζούβσι
  • Έσβησε

    • -Ζούβσι η μηχανή
ζουή σι λόγου σ'
  • Συλλυπητήρια ευχή

ζουλάπ (του)

Ετυμολογία: ρουμαν. zulape = ζώο, (μτφ.) βλάκας

  1. Αγρίμι, άγριο ζώο

  2. μτφ. άνθρωπος αμόρφωτος, ανόητος

Επίσης:
ζούμπακας (ι)
  • Κοντόχοντρος, κοντοστούπης

ζουμπάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. zimba = εργαλείο που τρυπά μέταλλα ή σπρώχνει κεφάλια καρφιών που εξέχουν

  1. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού που το χτυπούμε με το σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε

  2. μτφ. άτομο κοντού αναστήματος, κοντοστούπης

ζουντανά (τα)
  • Ζώα (συνήθως του αγροκτήματος)

ζουντόβουλου (του)
  • Άθλιος (λέξη υβριστική)

ζούπα
  • Μούσκεμα

    • -Ε βλέπ'ς, ζούπα γίν'κα!
ζούπαγρο ή ζούπα γρο
  • Πολύ βρεγμένο

ζουρζόμς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sersem

  • Ο χαζός ή πολύ αφελής

ζουρίζου

Ετυμολογία: τουρκ. zorlamak

  • Ζορίζω

    • -Ζόρσι η δ'λειά = η δουλειά δυσκόλεψε
ζουρλάγκ'μα & ζουρλάγκσ'μα (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zorlamak

  • Ζόρισμα, πίεση

ζουρλαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. zorlamak

  • Καταπονώ, ζορίζω, ασκώ πίεση

ζουρλαγκίζουμι

Ετυμολογία: τουρκ. zorlamak

  • Ζορίζομαι, δυσκολεύομαι, υποφέρω

ζουρμπαλίτς (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zorbalık = βιαιοπραγία, τραμπουκισμός

  • Παίρνω κάτι με την ‘παλικαριά' μου, με το έτσι θέλω

ζουρναδέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zurna

  • υποκορ.της λ. ζουρνάς (λαϊκό μουσικό πνευστό όργανο)

ζουστήρα (η)
  • Η ζώνη

ζούφσει
  • Έσβησε

ζουχάδις (οι)
  • Οι αιμορροΐδες

ζόχους (ι)
  • Είδος φαγώσιμου χόρτου

ζτράν' (του)
  • Η στάθμη = νήμα με βαρίδι στο κάτω άκρο, το αλφάδι των οικοδόπων.

    • -Πάρι τα ζτράνια σ' τσι δρόμου = μάζεψέ τα και φύγε
ζύγ' (του)
  • Το νήμα της στάθμης

ζύγκαμα (του)
  • Το σύγκαμα (συν + καιω)