Βρέθηκε το λήμμα
ζιβζέκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. zevzek = αυτός που είναι αποκρουστικός λόγω της φλυαρίας του

  • Πονηρός, ανόητος, ελαφρόμυαλος, φλύαρος