Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ξεπετάγομαι, πηγαίνω κάπου πολύ γρήγορα, πετιέμαι (π.χ. ως τον μπακάλι κ.τ.λ.)