απουκουσ'νίδια (τα)
  • Αποκοσκινίδια δηλ ό,τι μένει απ' το κοσκίνισμα (π.χ. σκύβαλα, πίτουρα κ.τ.λ.)

απουκρέβου
  • Περνώ μια μέρα αποκριάς

    • -Ω Αμίρσα, πού θα ν απουκρέψουμι απόψι;
απουλ'θουμένα (τ')
  • Απολιθωμένα (π.χ. το απολιθωμένο δάσος μεταξύ Ερεσού-Σιγρίου)

απουλ'φάδ' (του)

Ετυμολογία: από + λειφάδιον < λείπω

  • Το απολειφάδι, το ελάχιστο υπόλοιπο του σαπουνιού

Επίσης:
απουλείτουργα (τα)
  • Το πέρας της θείας λειτουργίας.

απουμουν'κός (ι)
  • Υπομονετικός

    • -Απουμουν'κός είνι ι κατσπουδιάρ'ς τσι κι' αντέχ' κη γ'ναίκα τ'!
απουμουνή (η)
  • Η υπομονή

απουσπιρού (επίρρ.)

Ετυμολογία: από + εσπέρα > απουσπιρού

  • Από το προηγούμενο βράδυ, από εσπέρας (αποσπερίτης = ο πλανήτης Έσπερος δηλ η Αφροδίτη που εμφανίζεται πρώτος το βράδυ και τελευταίος εξαφανίζεται το πρωί ως Αυγερινός)

απουσπόρ' (τ')

Ετυμολογία: από + σπόριον < αρχ. σπόρος

  • Ο τελευταίος σπόρος

απουστατό
  • βλ. φρ. «βάζου απουστατό»

απουστήνου
  • Ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα

    • -Α μπάγου ν' απουστήσου!
απουσώνου

Ετυμολογία: μσν. αποσώνω < από + σώνω

  • Συμπληρώνω κάτι στα λόγια αλλά και σε είδη

    • -Ν'απουσώσου τσι γω σ'αυτά που ήλιγις.

    • -Άμα δε φτάν' του λάδ' α τ'απουσώσου γω!
απουταξιδιού

Ετυμολογία: από + ταξιδιού

  • Συνοδεύεται πάντα από το σύνδ. «και» (τσι) και λέγεται κατά την ώρα του αποχωρισμού δύο γνωστών, με την έννοια να ξανανταμώσουν σε άλλο ταξίδι (ευχή)

    • -Άιντι τσ' απουταξιδιού!
απουχειρίζου

Ετυμολογία: από + χειρ + ίζω (κατάλ.)

  • Δεν καταδέχομαι να πάρω κάτι που μου προσφέρουν

    • -Πάρτου σ'λέγου τσι μη μ' απουχειρίγς!
απουψισ'νός
  • Αυτής της βραδιάς.

απρόκλιτου (του)
  • Ο Πρόναος. Χώρος των κατηχουμένων πρωτοχριστιανών (Διαίρεση του ναού: Πρόναος, Κυρίως ναός, Άγιο Βήμα).

απρόκουπους (ι)
  • Ανεπρόκοπος (αντίθετο του «προυκουμμένους»)

απτάλ'κους (ι)
  • Είδος ζεϊμπέκικου χορού

απτάλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. aptal = ανόητος, βλάκας

  • Αφελής, κουτός αλλά και απρόκοπος, τσαπατσούλης και ασουλούπωτος

απυραθέλια (τα)
  • Το χαμόμηλο

    • -Ε μάνα, βράσι μ' καμπόσα απυραθέλια να μαλακώσ' ι λιμός μ'
αρ'θούν' (του)
  • Το ρουθούνι

Επίσης:
αράβδ'στους (ι)
  • Που δεν τον έχουν ραβδίσει

    • -Ήβρα μια λιούδα που κ' αφήκας αράβδ'στ'
αράθ'μους (ο)

Ετυμολογία: α στερητ. + ράθυμος

  • Αράθυμος = οξύθυμος, αψίθυμος, ευερέθιστος

αραλίτς (του)

Ετυμολογία: τουρκ. aralik = χαραμάδα

  • Χάσμα, ρωγμή, μεσοδιάστημα τόπου ή χρόνου, τεμπελιά, απραγία

άραμ
  • Άκλιτη έκφραση που εκδηλώνει αδιαφορία

    • -Άραμ τσ' έρθ'ς, άραμ τσ' εν έρθ'ς!
άραμ τσι μ'σός
  • Αδιαφορώ παντελώς.

άραμ τσι πουτές
  • Έκφράση αδιαφορίας. Δεν με νοιάζει, ας μη γίνει ποτέ.

    • -Μπρε πιδί, άμα νουμίγζ'ς πως είνι καλός ι τουρισμός, έιτικιας που τα λέγ'ς, γω σφαλώ του χαλ'νάρι μ' (= το στόμα μου) τσ' άραμ τσι πουτές.
αραμπαδιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. araba = άμαξα

  • Ένα φορτίο του αραμπά

    • - Ντα θα γίνουμι μια αραμπαδιά αθρώπ! (δηλ. τόσοι άνθρωποι)
αράπες (οι)
  • Σιτοκαλαμιές. Με το αλώνισμα μετατρέπονται (κόβονται) σε άχυρο.

αραφάν' (του)
  • Τρόπος καλπασμού του αλόγου (η στρωτή περπατησιά)

αραχμάν'
  • βλ λ. «ραχμάν'»

αρβίθ' (του)
  • Το ρεβίθι

αρβιθιά (η)
  • Η ρεβιθιά

αρβυλούδις (οι)
  • Μικρές αρβύλες

αργάζου
  • Επεξεργάζομαι

    • -Α κ' αργάσου κη προυβιά σ' = μτφ. θα φας πολύ ξύλο
αργαλιά (η)
  • Λυγαριά (το φυτό άγνος, ο λύγος)

    • - Όπ' είχι αργαλιές, πήγηνι τσ' έκουβγι βιργιά
Επίσης:
αργαστήρ (του)
  • Εργαστήρι

άργητου (επίρρ.)
  • Δεν αργεί να γίνει

    • -Άργητου να έρθ' του κακό; = Δεν αργεί να έρθει το κακό, το κακό μπορεί να συμβεί εύκολα.
αργουδ'λειά (η)
  • Εργασία που παίρνει χρόνο για να τελειώσει

αρζίκο
  • Αντίδραση

    • -Κάν' αρζίκο = Αντιδρά
αριτσέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. reçel

  • Είδος γλυκού (με κομμάτια από κυδώνι ή κολοκύθι με ζάχαρη ή βράσμα)

    • -Τα κατώγια τ'ς ήντου γιμάτα βράσματα, αριτσέλια, παστέλια τσι τραχανό!
Επίσης:
αριτσιά (η)
  • Καβουρντισμένο αλεύρι για άρτυμα στα κόλλυβα.

    • -Άλλ' έβραζι του σ'τάρ τσ' άλλ' καβούργκζι κ' αριτσιά
αρκ'δίζου
  • Αρκουδίζω, περπατώ με τα τέσσερα.

αρκάν' (του)
  • Η ρυκάνη δηλ το ροκάνι, η πλάνη (ξυλουργικό εργαλείο).

άρκανα (τα)
  • Τα δύο ρινικά οστά που σχηματίζουν τη μύτη

αρκανάς (ι) Βλέπε:
αρκανίδ' (του)
  • Το ροκανίδι

αρκανίζου
  • Ροκανίζω

αρκαντάσ' (τ')

Ετυμολογία: τουρκ. arkadaş

  • Σύντροφος, φίλος

αρκόβατους (ι)

Ετυμολογία: άρκτος + βάτος

  • Αναρριχώμενο αγκαθωτό πολυετές φυτό της ρεματιάς, μεγάλης αντοχής. Ονομάστηκε έτσι γιατί είναι δυνατό σαν την αρκούδα