Αποκοσκινίδια δηλ ό,τι μένει απ' το κοσκίνισμα (π.χ. σκύβαλα, πίτουρα κ.τ.λ.)
Υπομονετικός
Ετυμολογία: από + εσπέρα > απουσπιρού
shareΑπό το προηγούμενο βράδυ, από εσπέρας (αποσπερίτης = ο πλανήτης Έσπερος δηλ η Αφροδίτη που εμφανίζεται πρώτος το βράδυ και τελευταίος εξαφανίζεται το πρωί ως Αυγερινός)
Ετυμολογία: μσν. αποσώνω < από + σώνω
shareΣυμπληρώνω κάτι στα λόγια αλλά και σε είδη
Ετυμολογία: από + ταξιδιού
shareΣυνοδεύεται πάντα από το σύνδ. «και» (τσι) και λέγεται κατά την ώρα του αποχωρισμού δύο γνωστών, με την έννοια να ξανανταμώσουν σε άλλο ταξίδι (ευχή)
Ετυμολογία: από + χειρ + ίζω (κατάλ.)
shareΔεν καταδέχομαι να πάρω κάτι που μου προσφέρουν
Ο Πρόναος. Χώρος των κατηχουμένων πρωτοχριστιανών (Διαίρεση του ναού: Πρόναος, Κυρίως ναός, Άγιο Βήμα).
Ετυμολογία: τουρκ. aptal = ανόητος, βλάκας
shareΑφελής, κουτός αλλά και απρόκοπος, τσαπατσούλης και ασουλούπωτος
Ετυμολογία: τουρκ. aralik = χαραμάδα
shareΧάσμα, ρωγμή, μεσοδιάστημα τόπου ή χρόνου, τεμπελιά, απραγία
Έκφράση αδιαφορίας. Δεν με νοιάζει, ας μη γίνει ποτέ.
Ετυμολογία: τουρκ. araba = άμαξα
shareΈνα φορτίο του αραμπά
Δεν αργεί να γίνει
Καβουρντισμένο αλεύρι για άρτυμα στα κόλλυβα.
Ετυμολογία: άρκτος + βάτος
shareΑναρριχώμενο αγκαθωτό πολυετές φυτό της ρεματιάς, μεγάλης αντοχής. Ονομάστηκε έτσι γιατί είναι δυνατό σαν την αρκούδα