Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: α στερητ. + ράθυμος
Αράθυμος = οξύθυμος, αψίθυμος, ευερέθιστος