Βρέθηκε το λήμμα
απουχειρίζου

Ετυμολογία: από + χειρ + ίζω (κατάλ.)

  • Δεν καταδέχομαι να πάρω κάτι που μου προσφέρουν

    • -Πάρτου σ'λέγου τσι μη μ' απουχειρίγς!