Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: από + χειρ + ίζω (κατάλ.)
Δεν καταδέχομαι να πάρω κάτι που μου προσφέρουν