αξάγκουνα (επίρρ.)
  • Οπισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω

    • -Ήντου αξάγκουνα διμένους!
αξάγστα
  • Μετά τον Αύγουστο

αξαδέρφ' (η)
  • Εξαδέλφη

αξάδιρφους (ι)
  • Εξάδελφος

αξάιτου (του)

Ετυμολογία: εξάτου, τύπος του έξατον

  • Χολ δίπατου σπιτιού

    • -Έχ' του σπίκ' στου χουριό, δυο κάμαρις τσ' αξάιτου
Επίσης:
αξάλ'του (του) Βλέπε:
αξέσαστους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + ξε + σάζω (= ισιώνω, ευθυγραμμίζω, τακτοποιώ)

  • Απροετοίμαστος, ανέτοιμος, απεριποίητος

αξιά (η)
  • Δυνατότητα

    • -Αξιά έχ'ς = έχεις δύναμη, είσαι άξιος
αξιούμινους (ι)
  • Αυτός που έχει οικονομική επιφάνεια (λέγεται συνήθως για κουμπάρο ή νονό)

    • -Φτός έχ' αξιούμινου γκμπάρου!
αξουσύν' (η)
  • Ικανότητα

αξπόλ'τους (ι)
  1. Ξυπόλυτος, ανυπόδητος

  2. μτφ. φτωχός, ενδεής

    • -Αρχόντασ' τσι Μυτιλινοί. Κουστουμαρσμέν' τσ' αξπόλτ!
Αξτούγινα (τα)
  • Τα Χριστούγεννα

Άξτους (ι)
  • Ο μήνας Αύγουστος

αξώπουρτα (η)
  • Η εξώπορτα

απ' έγτσι
  • Από εκεί

απ'σίκ'ς (ι)
  • Σεξουαλικά προκλητικός

απαλόκαρδους (ι)
  • Αυτός που δε δίνει μία, ο αναίσθητος

απαλουνιά (η)
  • Στάμπα από λάδι, νερό κ.τ.λ. σε μια επιφάνεια (κυρίως στρογγυλή όπως το αλώνι).

απαντέχου
  • Περιμένω ανυπόμονα, προσδοκώ, ελπίζω

    • -Απαντέχου! Άι να δούμι α νέρθ';
απαντουχή (η)
  • Η προσμονή

απαραβάριτους (ι)
  • Αυτός που δεν δίνει βάρος σε άλλους, που είναι διακριτικός

απαφτένιους (ι)
  • Τέτοιος

απέιδου
  • Από εδώ

απέιδουνα
  • Από εδώ

απέινα
  • Από εδώ

απειραθέλια (τα)
  • Τα χαμομήλια (άπειρα + άνθη)

απέιτουτι
  • Από τότε

απέιτσει
  • Από εκεί

απέφνα
  • Από εκεί

απί λόγου σι λόγου, ήρθας στα χέρια
  • Τελικά αρπάχτηκαν, καυγάδισαν.

απίκου (επίρρ.)

Ετυμολογία: ιταλ. a picco = κάθετα

  • Σε ετοιμότητα

απίραθους (ι)
  • Λουλούδι που μοιάζει με μαργαρίτα

απισπιρού (επίρρ.)
  • Αποβραδίς

απιτουνιά (η)
  • Εργαλείο ψαρέματος. Αποτελείται από μισινέζα και συνήθως ένα αγκίστρι. Λέγεται έτσι επειδή την «πετούν» στη θάλασσα από την παραλία.

απκάζου
  • Κατανοώ, αντιλαμβάνομαι

    • -Σ' απίκασα κι ώρα που πέρνας (που περνούσες)
απλάκουτους (ι)
  • Χώρος που δεν έχει στρωθεί με πλάκες (π.χ. δρόμος)

άπλις (οι)
  • Μεγάλες, ανοιχτές εκτάσεις (άπλες)

    • -Μντά, τ'ς άπλις πώχ'ς συ σ'κώνουν τσι κατό πρόβατα!
απλουσιά (η)
  • Πλάτωμα στο έδαφος όπου απλώνουν διάφορα προϊόντα για να ξεραθούν στον ήλιο (σύκα, τραχανό, σταφίδες, κ.τ.λ.)

απλουχειριά (η)
  • Η γενναιοδωρία

απλουχέρ'ς (ι)
  • Ο κουβαρντάς, ο γενναιόδωρος

απλουχουριά (ι)
  • Ευρυχωρία (απλώνω + χώρος)

απόθισ' (η)
  • Ασχολία

    • -Σκ' απόθισ' να βρίστσιτι = να έχει κάτι να ασχολείται
απόπ'μα (του)
  • Το υπόλοιπο του ποτού που μένει στο ποτήρι αφού πιει κάποιος από αυτό (από - πιόμα)

απόσ'κου (του)

Ετυμολογία: από + αρχ. σύκον

  • Απόσυκο = μικρό σύκο, δεύτερης διαλογής που ωριμάζει στο τέλος της συκικής παραγωγής

Επίσης:
απόστσιους (ι)
  • Ίσκιος

απουγίνουμι
  • Φθάνω σε έσχατο σημείο

    • -Ήνταν που ήνταν, τώρα μι κι' αρρώστια απουγίντσι πλιά!
απουδαρ'κό (του)
  • Ποδαρικό

απουδιαλόγια (τα)

Ετυμολογία: μσν. αποδιαλέγω < από + δια + λέγω (=διαλέγω)

  • Αυτά που έμειναν μετά από μια διαλογή

απουκατιανό (του)
  • Το αιδοίο

απουκόβου

Ετυμολογία: από + κόπτω

  • Διακόπτω το θηλασμό