Ετυμολογία: α στερητ. + ξε + σάζω (= ισιώνω, ευθυγραμμίζω, τακτοποιώ)
shareΑπροετοίμαστος, ανέτοιμος, απεριποίητος
Αυτός που έχει οικονομική επιφάνεια (λέγεται συνήθως για κουμπάρο ή νονό)
Ξυπόλυτος, ανυπόδητος
μτφ. φτωχός, ενδεής
Εργαλείο ψαρέματος. Αποτελείται από μισινέζα και συνήθως ένα αγκίστρι. Λέγεται έτσι επειδή την «πετούν» στη θάλασσα από την παραλία.
Μεγάλες, ανοιχτές εκτάσεις (άπλες)
Πλάτωμα στο έδαφος όπου απλώνουν διάφορα προϊόντα για να ξεραθούν στον ήλιο (σύκα, τραχανό, σταφίδες, κ.τ.λ.)
Το υπόλοιπο του ποτού που μένει στο ποτήρι αφού πιει κάποιος από αυτό (από - πιόμα)
Ετυμολογία: μσν. αποδιαλέγω < από + δια + λέγω (=διαλέγω)
shareΑυτά που έμειναν μετά από μια διαλογή