Βρέθηκε το λήμμα
αραμπαδιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. araba = άμαξα

  • Ένα φορτίο του αραμπά

    • - Ντα θα γίνουμι μια αραμπαδιά αθρώπ! (δηλ. τόσοι άνθρωποι)