Βρέθηκε το λήμμα
αριτσέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. reçel

  • Είδος γλυκού (με κομμάτια από κυδώνι ή κολοκύθι με ζάχαρη ή βράσμα)

    • -Τα κατώγια τ'ς ήντου γιμάτα βράσματα, αριτσέλια, παστέλια τσι τραχανό!
Σχετικές λέξεις
ριτσέλ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. reçel