Το ξάφνιασμα, η δυσάρεστη εντύπωση ύστερα από ένα απρόσμενο κακό γεγονός, ζάλη.
Καταστροφή
Ετυμολογία: α στερητ. + μσν. ρουκανίζω + στος (κατάλ.)
shareΟ μη ροκανισμένος, με ανωμαλίες στην επιφάνειά του
Η προεξοχή στο εσωτερικό του άκρου του αγκιστριού. Όταν το ψάρι φάει το δόλωμα το «αρπάδ'» το εμποδίζει να ξεφύγει. Επίσης «αρπάδ'» λέγεται και η αγκιστροειδής αιχμή της «σ'ληνόβιργας» (βλ. λ.)
Κάτι που συνήθως το αρπάζουμε, το κλέβουμε
Ανεπιθύμητη, χωρίς τη θέληση του ζευγαριού, εγκυμοσύνη
Παιδί που δε μοιάζει στον πατέρα του (με σκωπτική διάθεση), μπάσταρδος
Παραινετικό επιφών. προς τα ζώα, γαϊδάρους, άλογα κ.τ.λ., για να τονωθεί η σεξουαλική τους διάθεση την ώρα του ζευγαρώματος με το θηλυκό
Ερμαφρόδιτος (αυτός που έχει τα διακριτικά γνωρίσματα και των δύο φύλλων)
Η μύτη (το στόμιο) του τενεκέ ή του τσαγιερού για να τρέχει εύκολα το περιεχόμενο
Άνθρωπος χωρίς κατανόηση
Τσουκνίδα
Προγαμιαίο έθιμο. Γινόταν πριν από το γάμο, την Παρασκευή το βράδυ, στης νύφης το σπίτι και συγκεκριμένα στην κρεβατοκάμαρά της. Βάζανε ένα κλαδί λεμονιάς, το στερέωναν στον τοίχο ή το τοποθετούσαν πάνω σ' ένα καθρέφτη και ζητούσαν από τον γαμπρό να ρίξει την «ασκνίδα», δηλαδή ένα κόκκινο μεταξωτό πανί σαν φνίκα (βλ. λ.) το οποίο προσπαθούσε να ρίξει πάνω στο κλαδί, ενώ οι παρευρισκόμενοι, που ήταν οι κουμπάροι και οι στενοί συγγενείς, του έφερναν διάφορα εμπόδια (τον τραβούσαν από το πανταλόνι, τον έσπρωχναν κ.τ.λ.)