αρκούδα μιζέ
  • Καφές ωμός σε κουταλάκι με ζάχαρη, που έπαιρναν οι μεθυσμένοι για να ξεμεθύσουν

αρκφά (επίρρ.)
  • Κρυφά

    • -Αρκφά απ' του κόσμου ζιούμι!
αρκφιέμι
  • Αφουγκράζομαι

    • -Αρκφιώ σ' να δεις = Στήσε αυτί να δεις (να ακούσεις)
άρμ (η)
  • Άλμη

αρμαθιάζου
  • Περνώ σε σπάγκο ή κλωστή σειρά πραγμάτων.

αρμάρ (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Ερμάριο

αρμεγόμαντρα (ι)
  • Μάντρα για το άρμεγμα των προβάτων

αρμήνεια (η)
  • Συμβουλή

αρμηνεύγου
  • Εξηγώ, συμβουλεύω, παιδαγωγώ νέους

αρμιγή (η)
  • Άρμεγμα

αρμυρίκ'
  • βλ. λ. «αλμυρίκ'»

αρνάδια (τα)
  • Τα θηλυκά αρνιά μέχρις ενός έτους

αρναδογιν'μένα πρόβατα
  • Είναι τα πρωτόγεννα πρόβατα (που γεννούν πριν χρονίσουν).

αρνάκ'κας (ι) Βλέπε:
άρναμους (ι)
  1. Το ξάφνιασμα, η δυσάρεστη εντύπωση ύστερα από ένα απρόσμενο κακό γεγονός, ζάλη.

    • -Μούρθι άρναμους = μου ήρθε ίλιγγος
  2. Καταστροφή

    • -Ούλα γίν'κασ' άρναμους = καταστράφηκαν όλα
αρνατίκας (ι)
  • Είδος φυτού - θάμνου, καλαμοειδές, με πορώδη βλαστό (γεμάτο με παχιά εντεριώνη, δηλ ψίχα)

Επίσης:
αρνατκουμανίτις (οι)
  • Μανιτάρια που φυτρώνουν κοντά σε αρνατίκες (βλ. λ.)

αρνέλ' (του)
  • Αρνάκι

αρνιά
  • Στη φράση:

    • -Τ' αρνιά γουρούνια α τα κάν' = θα τα προκόψει
αρνιακό (του)
  • Η προβιά του αρνιού, αμέσως μετά το γδάρσιμο.

    • -Τουν έσυρνι χάμ' σαν αρνιακό!
αρνουμάνα (η)
  • Προβατίνα που έχει γεννήσει και τραβάει πίσω της το αρνί (το βυζαίνει)

αρουκάν'στους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + μσν. ρουκανίζω + στος (κατάλ.)

  • Ο μη ροκανισμένος, με ανωμαλίες στην επιφάνειά του

    • -Αρουκάν'στου ξύλου
αρπάδ' (του)
  • Η προεξοχή στο εσωτερικό του άκρου του αγκιστριού. Όταν το ψάρι φάει το δόλωμα το «αρπάδ'» το εμποδίζει να ξεφύγει. Επίσης «αρπάδ'» λέγεται και η αγκιστροειδής αιχμή της «σ'ληνόβιργας» (βλ. λ.)

άρπαμα (του)
  1. Κάτι που συνήθως το αρπάζουμε, το κλέβουμε

  2. Ανεπιθύμητη, χωρίς τη θέληση του ζευγαριού, εγκυμοσύνη

  3. Παιδί που δε μοιάζει στον πατέρα του (με σκωπτική διάθεση), μπάσταρδος

    • -Τούτου του μουρό ε μοιάζ' τ' μπαμπά τ', μπας τσ' είνι κάνα άρπαμα, λέου
αρπαμένους (ι)
  • Χαζούλης

αρπώ
  • Αρπάζω

άρρρρρ..! άρρρρρ..!
  • Παραινετικό επιφών. προς τα ζώα, γαϊδάρους, άλογα κ.τ.λ., για να τονωθεί η σεξουαλική τους διάθεση την ώρα του ζευγαρώματος με το θηλυκό

αρσίζ'ς (ι)
  • Ανυπότακτος, ζωηρός, ξεδιάντροπος. Στον έρωτα: ο σεξουαλικά ασυγκράτητος.

αρσίζκου (του)
  • Το φυτό που φυτρώνει εύκολα και είναι δύσκολο να καταπολεμηθεί.

αρσιν'κουθήλ'κους (ι)
  • Ερμαφρόδιτος (αυτός που έχει τα διακριτικά γνωρίσματα και των δύο φύλλων)

αρτσιά (η)
  • Αλεύρι καβουρντισμένο με ζάχαρη για να αρτύζονται τα κόλλυβα.

αρχά (επίρρ.)
  • Ρηχά, ξέβαθα

    • -Να κουλμπήσουμι στ' αρχά
αρχαλίζου
  • Ροχαλίζω

αρχιέμι
  • Εκδηλώνω ερωτική έξαψη

αρχινώ
  • Αρχίζω

αρχόγκ' (οι)
  • Οι άρχοντες, οι πλούσιοι

αρχούλ' (του)
  • Η μύτη (το στόμιο) του τενεκέ ή του τσαγιερού για να τρέχει εύκολα το περιεχόμενο

αρχουντ'κάτα (τα)
  • Αρχοντικά

αρχουντίνου
  • Πλουτίζω

αρχουντουμαχαλάς (ι)
  • Μαχαλάς των αρχόντων, των πλουσίων

αρχουντουχήρα
  • Η ευκατάστατη χήρα

ασ'νείκαστους (γι)
  • Άνθρωπος χωρίς κατανόηση

    • -Μη χάν'ς τα λόγια σ'. Τούτους γι άθρουπους είνι ασ'νείκαστους
ασ'χώρητους (ι)
  • Ο ασυγχώρητος

ασβεστάς (ι)
  • Ο επαγγελματίας που έλιωνε ασβέστη για τις οικοδομές

ασίκ'κους (ι) Βλέπε:
ασίκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. â şık

  • Ασίκης = παλικάρι, γενναίος, εραστής, κομψός

Επίσης:
ασικλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. aşıklık = παθιασμένη αγάπη

  • Ασίκης, λεβέντης

ασικλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. aşıklık = παθιασμένη αγάπη

  • Αρρενωπότητα, λεβεντιά

ασιχτίρ
  • Στο διάβολο.

ασκνίδα (η)
  1. Τσουκνίδα

    • -Έβγα ασκνίδα, έμπα μιλόχα! = Φράση γητειάς για θεραπεία μετά από τσίμπιμα τσουκνίδας.
  2. Προγαμιαίο έθιμο. Γινόταν πριν από το γάμο, την Παρασκευή το βράδυ, στης νύφης το σπίτι και συγκεκριμένα στην κρεβατοκάμαρά της. Βάζανε ένα κλαδί λεμονιάς, το στερέωναν στον τοίχο ή το τοποθετούσαν πάνω σ' ένα καθρέφτη και ζητούσαν από τον γαμπρό να ρίξει την «ασκνίδα», δηλαδή ένα κόκκινο μεταξωτό πανί σαν φνίκα (βλ. λ.) το οποίο προσπαθούσε να ρίξει πάνω στο κλαδί, ενώ οι παρευρισκόμενοι, που ήταν οι κουμπάροι και οι στενοί συγγενείς, του έφερναν διάφορα εμπόδια (τον τραβούσαν από το πανταλόνι, τον έσπρωχναν κ.τ.λ.)