Βρέθηκε το λήμμα
απουσώνου

Ετυμολογία: μσν. αποσώνω < από + σώνω

  • Συμπληρώνω κάτι στα λόγια αλλά και σε είδη

    • -Ν'απουσώσου τσι γω σ'αυτά που ήλιγις.

    • -Άμα δε φτάν' του λάδ' α τ'απουσώσου γω!