Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. αποσώνω < από + σώνω
Συμπληρώνω κάτι στα λόγια αλλά και σε είδη