Βρέθηκε το λήμμα
απτάλ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. aptal = ανόητος, βλάκας

  • Αφελής, κουτός αλλά και απρόκοπος, τσαπατσούλης και ασουλούπωτος