ανικριμασίδ' (του)
  • Το ύφασμα το οποίο η νουνά έδενε στο λαιμό της και κρεμούσε το μωρό μετά τη βάφτιση. Στη συνέχεια δώριζε το ύφασμα στη μητέρα του παιδιού για να το κάνει φόρεμα (ανά + κρέμομαι < αρχ. κρεμμάνυμι + ιδί (κατάλ.)]

ανιλ'τό σαπούν' (του)
  • Σαπούνι σε υγρή, κρεμώδη μορφή (ανιλώ = λιώνω)

ανιλιτζιάζου
  • Μου έρχεται αναγούλα από την πολλή γλύκα

    • (π.χ.ενός γλυκού)

    • -Ανιλίτζιασα!
Επίσης:
ανιμάκια (τα)
  • Ανεμάκια, μασουράκια νήματος.

ανιμαλλιάρ'ς (ι)
  • Με ανακατεμένα τα μαλλιά

ανιμουγκάστρ' (του)

Ετυμολογία: άνεμος + γκάστρι < γκαστρώνω < γαστήρ (= η κοιλιά)

  • Φούσκωμα της κοιλιάς χωρίς να υπάρχει εγκυμοσύνη, η ψευτοεγκυμοσύνη

ανιμουδ'λειές (οι)
  • Ανεμοδουλειές. Δουλειές του ποδαριού, χωρίς αποτέλεσμα.

ανιμουπύρουμα (του)

Ετυμολογία: άνεμος + πύρωμα (=θέρμανση)

  • Δερματική πάθηση προσώπου, ισχυρή φλόγωση του δέρματος, ερυσίπελας

Επίσης:
ανιμπουμπλίκ (του)
  • Εκείνος που θέλει να ανακατεύεται παντού, χωρίς να έχει τη δικαιοδοσία.

ανιπαταλίζου
  1. Ανεμίζω σιγά.

  2. Κινούμαι αργά στο σπίτι χωρίς κανένα πρόγραμμα, σχεδόν νωχελικά.

ανιριουμάδα (η)
  • Χαραμάδα ανάμεσα σε ξύλα δαπέδου, παραθύρου, οροφής.

ανιρούσα (η)
  1. Κυματισμός που προέρχεται από διερχόμενο πλοίο και φθάνει στη στεριά.

  2. Ρεύμα της θάλασσας, το βουβό κύμα όταν χτυπά στην ακτή (ανά+ροή)

  3. Νηρηίδα

ανισιέρνου

Ετυμολογία: άνω + σύρω

  • Βγάζω νερό με τον κουβά από το πηγάδι, σύρω κάτι προς τα πάνω

ανισκαρδουμένους (ι)
  • Σκαρφαλωμένος κάπου

ανισκαρδώνου
  • Σκαρφαλώνω, σκαλώνω.

ανισπάθα (η)

Ετυμολογία: ανά + σπάω > ανασπώ (= τραβώ προς τα πάνω, αποσπώ) > ανασπάδα > ανισπάθα

  • Παγίδα για πουλιά

ανισώνου

Ετυμολογία: αρχική σημ.: φέρω σε πέρας κάτι ημιτελές. ανά + σώνω

  1. Παρεμβαίνω στη συζήτηση χωρίς να έχω γνώση του θέματος

  2. Συμπληρώνω υλικό που είνε ελλιπές

ανιτσνάδα (η)
  • Παραφυάδα

ανιτσνιάρκους ή ανιτσιάρκους (ι)
  • Ο αδύνατος

ανιφανίσ'μους (ι)
  • Εμφανίσιμος, όμορφος, με καλή παράσταση.

ανιφανούμεν' (η)
  • Ωραία γυναίκα, εμφανίσιμη.

ανιφδώ
  • Βοηθώ κάποιον να σηκώσει το φορτίο του, κυρίως σπρώχνω το φορτίο προς τα πάνω της πλάτης του ή τον βοηθάω να φορτώσει το ζώο του (η λ. από το αναπετώ)

    • -Ανιφούδα κουμμάκ' = βοήθησε λίγο να σηκώσω το βάρος

    • -Σα εν ήντου η μάνα τ'ς ν' ανιφδά του κώλου τ'ς, πήγινι χαμέν' (δηλ. αν δεν την βοηθούσε η μητέρα της δεν θα τα έβγαζε πέρα)
Επίσης:
άνιφτους (ι)
  • Άπλυτος

ανιφτώ Βλέπε:
ανιχαράζου
  • Αναμασώ

ανκυρής
  • Χαϊδευτικό για αγόρι

ανοιχτότσερκα πρόβατα
  • Με κέρατα που κλίνουν προς τα έξω

ανόρφανους (ι)
  • Άτομο του οποίου ζουν ακόμα και οι δύο γονείς. Κυρίως στους γάμους τα δώρα έπρεπε να τα κρατούν ανόρφανα παιδιά. Αντίθετο «παντόρφανους»

ανουκακιά (η)

Ετυμολογία: άνω + κάτω

  • Η ανάποδη επιφάνεια (η όχι καλή) ενός υφάσματος. Η καλή επιφάνεια του υφάσματος καλείται ουρθιά (= η ορατή)

    • -Φόρι του π'κάμσου τ' απ' κ' ανουκακιά.
ανουριάζου
  • (για κηπευτικά) Με καίει η ζέστη

    • -Οι ντουμάτσις ανουριάσαν = τις έκαψε η ζέστη
ανταγιάντ'στους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + νταγιαντώ, τουρκ. dayadim, αόρ. του dayanmak = στηρίζομαι

  • Αβάσταχτος, ανυπόφορος, αυτός που δεν αντέχεται

ανταλέτ

Ετυμολογία: τουρκ. Adalet = Δικαιοσύνη

  • Πολλή

    • -Πατά δ'λειά που πάει ανταλέτ!
αντάς (ι) (του)

Ετυμολογία: τουρκ. arkadaş

  • Φίλος αδελφικός, συνονόματος

αντέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. âdet

  • Έθιμο, συνήθεια.

αντέννα (η)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Πρόχειρη ξύλινη κατασκευή, βοηθητική για την άντληση νερού από πηγάδι για πότισμα χωραφιού

αντέχιμ
  • Μπορώ, δύναμαι.

αντίδιρου (του)

Ετυμολογία: αρχ. Αντίδωρον = δώρο για ανταμοιβή

  • Το αντίδωρο που παίρνουμε στην εκκλησία

αντίκα (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • μτφ. Άνθρωπος ικανός σε κάτι, έξυπνος, ταλαντούχος

    • -Είνι φτος μια αντίκα, ε τουν πιάν'ς πούβιτα (= πουθενά)
αντιμούτσνους (ι)
  • Ο αντιπρόσωπος

αντίπρουψες (επίρρ.)
  • Το βράδυ της προχθεσινής ημέρας

άντιρου (του)
  • Έντερο

    • -Είνι κουλλ'μένου τ' άντιρου τ' απ' κη πείνα!
αντιχώ
  • Εμποδίζω, κρατώ, σταματώ

    • -Έ Μήτρου, αντίχα μπε του μ'λαρ! Α γκόψ' τσ' ύστιρα α τρέχουμι σταυρουπιταλάκ' να του βρούμι.
αντρέσα (η)

Ετυμολογία: γαλλ.

  • Διεύθυνση διαμονής

αντρίτσιους (ι)
  • Ανδρικός, που ταιριάζει σε άνδρα

    • -Τουκ' είνι αντρίτσια δ'λειά, έν είνι για μουρά!
αντρουγινιές (οι)
  • Οι συγγενείς του άνδρα.

    • -Χτες είχα τραπέζ' τσ' αντρουγινιές μ'!
αντρώνουμι
  • Ανδρώνομαι, γίνομαι άνδρας

    • -Αντρώστσι του πιδί μας! = Ανδρώθηκε, έγινε άνδρας
ανυφαντάδις (οι)

Ετυμολογία: αρχ. ανυφαίνω (=ξεϋφαίνω ένα ύφασμα, γιατί έκανα λάθος κατά την ύφανση) > ανυφαντής + άδα (κατάλ. ουσιαστικών όπως ζαλ-άδα, αμαξ-άδα κ.τ.λ.)

  • Λάθη στην ύφανση που παράγουν ελαττωματικό ύφασμα

αξ'νάρ' (του)

Ετυμολογία: ίσως λατιν. ascia

  • Αξίνα

    • -Ε μπάγου ‘γω στου Βνάρ' για κλαδιά χουρίς αξ'νάρ'!
άξ'παντα (επίρρ.)
  • Ξαφνικά

αξά μουσταφάς (ι)
  • Το νυχτολούλουδο (μάλλον προέρχεται από τις λέξεις αξάμ σιφάρ που σημαίνει λουλούδι της νύχτας)