Το ύφασμα το οποίο η νουνά έδενε στο λαιμό της και κρεμούσε το μωρό μετά τη βάφτιση. Στη συνέχεια δώριζε το ύφασμα στη μητέρα του παιδιού για να το κάνει φόρεμα (ανά + κρέμομαι < αρχ. κρεμμάνυμι + ιδί (κατάλ.)]
Ετυμολογία: άνεμος + γκάστρι < γκαστρώνω < γαστήρ (= η κοιλιά)
shareΦούσκωμα της κοιλιάς χωρίς να υπάρχει εγκυμοσύνη, η ψευτοεγκυμοσύνη
Κυματισμός που προέρχεται από διερχόμενο πλοίο και φθάνει στη στεριά.
Ρεύμα της θάλασσας, το βουβό κύμα όταν χτυπά στην ακτή (ανά+ροή)
Νηρηίδα
Ετυμολογία: άνω + σύρω
shareΒγάζω νερό με τον κουβά από το πηγάδι, σύρω κάτι προς τα πάνω
Ετυμολογία: ανά + σπάω > ανασπώ (= τραβώ προς τα πάνω, αποσπώ) > ανασπάδα > ανισπάθα
shareΠαγίδα για πουλιά
Ετυμολογία: αρχική σημ.: φέρω σε πέρας κάτι ημιτελές. ανά + σώνω
shareΠαρεμβαίνω στη συζήτηση χωρίς να έχω γνώση του θέματος
Συμπληρώνω υλικό που είνε ελλιπές
Βοηθώ κάποιον να σηκώσει το φορτίο του, κυρίως σπρώχνω το φορτίο προς τα πάνω της πλάτης του ή τον βοηθάω να φορτώσει το ζώο του (η λ. από το αναπετώ)
Άτομο του οποίου ζουν ακόμα και οι δύο γονείς. Κυρίως στους γάμους τα δώρα έπρεπε να τα κρατούν ανόρφανα παιδιά. Αντίθετο «παντόρφανους»
Ετυμολογία: άνω + κάτω
shareΗ ανάποδη επιφάνεια (η όχι καλή) ενός υφάσματος. Η καλή επιφάνεια του υφάσματος καλείται ουρθιά (= η ορατή)
Ετυμολογία: α στερητ. + νταγιαντώ, τουρκ. dayadim, αόρ. του dayanmak = στηρίζομαι
shareΑβάσταχτος, ανυπόφορος, αυτός που δεν αντέχεται
Ετυμολογία: λατιν.
shareΠρόχειρη ξύλινη κατασκευή, βοηθητική για την άντληση νερού από πηγάδι για πότισμα χωραφιού
Ετυμολογία: αρχ. Αντίδωρον = δώρο για ανταμοιβή
shareΤο αντίδωρο που παίρνουμε στην εκκλησία
Ετυμολογία: ιταλ.
shareμτφ. Άνθρωπος ικανός σε κάτι, έξυπνος, ταλαντούχος
Εμποδίζω, κρατώ, σταματώ
Ανδρικός, που ταιριάζει σε άνδρα
Ετυμολογία: αρχ. ανυφαίνω (=ξεϋφαίνω ένα ύφασμα, γιατί έκανα λάθος κατά την ύφανση) > ανυφαντής + άδα (κατάλ. ουσιαστικών όπως ζαλ-άδα, αμαξ-άδα κ.τ.λ.)
shareΛάθη στην ύφανση που παράγουν ελαττωματικό ύφασμα
Ετυμολογία: ίσως λατιν. ascia
shareΑξίνα
Το νυχτολούλουδο (μάλλον προέρχεται από τις λέξεις αξάμ σιφάρ που σημαίνει λουλούδι της νύχτας)